Μήνυμα Κυριακής (25/08) του Μητροπολίτου κ. Δαμασκηνού

Σάββατο 24 Αυγούστου 2024

Δείτε το μήνυμα του Μητροπολίτου Αιτωλίας & Ακαρνανίας κ. Δαμασκηνού για την Κυριακή 25 Αυγούστου, το οποίο θα αναγνωσθεί στους ιερούς ναούς. Η Εκκλησία μας τιμά και εορτάζει τον Άγιο Τίτος τον Απόστολος, την Επάνοδο των Ιερών Λειψάνων του Αγίου Βαρθολομαίου του Αποστόλου, την Αγία Κωνσταντία την εν Πάφω τον Άγιο Ιωάννη τον Καρπάθιο, τον Άγιο Μηνά, Αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως, την Σύναξη των Ευρυτάνων Αγίων.

Ο Χριστός μας καλεί να Τον καταστήσουμε αστείρευτη πηγή δυνάμεως και θάρρους στο ταξίδι της ζωής μας

γαπητοί μου Πατέρες καί δελφοί,

Παιδιά μου ν Κυρί γαπημένα,

σημεριν εαγγελικ περικοπή ξιστορε να π τ πλέον ντυπωσιακ περιστατικ τς Καινς Διαθήκης. Τί ν πρωτοθαυμάσει κανείς; Τν πόκοσμη εκόνα το Χριστο πο περπατ πάνω στ κύματα;  Τν Πέτρο πο ρίχνεται στ τρικυμισμένο πέλαγος; Τν γλυκύτητα τς φωνς το ησο πο τν νθαρρύνει κα τ πατρικ πλωμα το χεριο του, τν ρα πο κενος βυθίζεται; μήπως τν πέραντη γαλήνη πού πικρατε στ τέλος, ς ναμφισβήτητη πόδειξη τς ξουσίας το Θεανθρώπου πάνω στ στοιχεα τς φύσεως;

Τ σημεριν γεγονς ξεκίνησε μ τρόπο πλό, χωρς ν πάρχει κάτι τ ποο ν προμηνύει τ συγκλονιστικ γεγονότα πο κολούθησαν. Κύριός μας, μόλις χει πραγματοποιήσει τ θαμα το πολλαπλασιασμο τν ρτων κα ζητ π τος μαθητές Του ν ξεκινήσουν τ ταξίδι πρς τν λλη μερι τς λίμνης Γεννησαρέτ, σο κενος θ διαλύει τ πλήθη. Κατόπιν, θέλησε ν ποσυρθε σ να κοντιν ψωμα γι ν προσευχηθε. νύχτα μως μεταβάλλεται γι τος μαθητς σ φιάλτη, καθώς, λαφρι βάρκα παλεύει μ τν θύελλα κα τ πειλητικ κύματα, ν τ σκοτάδι χει καλύψει τ πάντα.

Πάνω στν βάρκα, ρα μ τν ρα, λεπτ μ τ λεπτό, ο λπίδες ξανεμίζονται καί, ταν πλέον πελπισία χει κυριαρχήσει, κάτι τ νέλπιστο, κάτι τ προσδόκητο, κάτι τ νεξήγητο κάνει τν μφάνισή του κα νατρέπει λα τ δεδομένα. Κα ατ τ «κάτι» εναι να πρόσωπο. Ατ τ «κάτι» εναι κάποιος πο μέχρι πρν λίγες ρες φαινόταν πς εναι νας π ατούς, κάποιος πού, βεβαίως, διενεργοσε ργα θαυμαστ, λλ δν παυε ν θεωρεται νθρωπος πως λοι ο λλοι.

Τώρα μως, ατς Κάποιος, γαπημένος τους Διδάσκαλος, μοιάζει ν ρχεται π ναν λλο κόσμο, που φόβος, πανικς κα πελπισία δν χουν θέση. Εναι Κύριος, ζωντανς κα πτός, χι να φάντασμα. Εναι Κύριος, πο μορφ Του ραγίζει τ σκοτάδι, εναι Κύριος πο ναδεικνύεται σχυρότερος π λα τ στοιχεα κα τος νόμους τς φύσεως.

Θ μποροσε ν τελειώσει δ τ κπληκτικ ατ γεγονός. Θ μποροσε ν κουστε, πως κα σ λλη παρόμοια περίπτωση να «σιώπα, πέφίμωσο» κα τ νερ ν γαληνέψουν. Σήμερα, μως, πρωταγωνιστής, μαζ μ τν Χριστό, εναι πι νθουσιώδης, πι συναισθηματικός, πι ξωστρεφς μαθητής του, Πέτρος. Πέτρος πο βλέπει τν μορφ το Διδασκάλου του ς τν μόνη λπίδα κα τν μόνη σωτηρία. Σχεδόν, δν πιστεύει στ μάτια του. καρδι του σκιρτ, μ τ μυαλ του μφιβάλλει. Το φωνάζει: «Κύριε, ν εσαι σύ, δσε μου ντολ ν ρθω κοντά σου περπατώντας στ νερά».

Κι κενος το λέει: «λα».

Δν πρέπει ν πάρχει συγκλονιστικότερη στιγμ σ λη τν Βίβλο π τν στιγμ κείνη πο  Πέτρος, πέρα π κάθε νθρώπινη λογική, περν πάνω π τν κουπαστ κα ρχίζει ν περπατ στ κύματα πρς τν Κύριο. λη του παρξη χει γίνει νας πόθος ν φτάσει τν Χριστό. Δν χει πλέον βάρος! Δν εναι πλέον νας κοινς νθρωπος! Εναι μόνον κραυγή, εναι μόνον λπίδα, εναι μόνον τόφια κα νάλαφρη πίστη.

Κι ταν λογική το κόσμου τούτου πανέρχεται στν νο του κα ρχίζει ν βυθίζεται, συνειδητοποιώντας τ δύνατον, μι λλη κραυγή, πι δυνατή, πι σπαρακτική, ντήχησε στν έρα: «Κύριε, χάνομαι!»

Τότε, τ θεο χέρι πλώνεται κα πιάνει τ χέρι το μαθητή Του. Τί ν νιωσε ραγε Πέτρος, ταν τ κροδάχτυλά του κούμπησαν τ χραντο χέρι το Διδασκάλου του; Τί δύναμη, τί λπίδα, τί σφάλεια πρέπει ν πέρασε μέσα π ατ τ γγιγμα κα φτασε μέχρι τ μύχια της ψυχς του!

Σ μία στιγμή, λα φάνηκαν σν νας φιάλτης πο τέλειωσε. Μαζ μπκαν στν βάρκα κα λες ο δυνάμεις τς φύσεως χαμογέλασαν ξανά, βλέποντας τν Δημιουργό το σύμπαντος ν ποδεικνύει γι λλη μία φορά πς τίποτα δν βρίσκεται ξω π τν δύναμη, τν γάπη κα τν πρόνοιά Του γι τ καθένα π τ γαπημένα Του πλάσματα.

Χωρς τν ντίδραση ατ το Πέτρου, θ εχαμε ν κάνουμε μ να κόμα θαυμαστ γεγονός. ξ ατίας του μως, στν σημεριν περικοπή, καθρεφτίζεται δική μας ψυχή. Δν εναι μόνον Πέτρος πο σήμερα παλεύει μ τ κύματα. Εμαστε λοι  μες, ο ποοι, τν ρα τς ταραχς, βυθιζόμαστε στν λιγοπιστία κα μφιβάλλουμε ν Θες κούει τν κραυγή μας.  Κα τότε, τν ρα τς πλήρους πελπισίας μας, τν  ρα το δικο μας: «λί, λί, λαμ σαβαχθανί»,  μία μορφή, μία φων κα να χέρι ρχεται μ πέραντη γλυκύτητα ν μς … μαλώσει.  «λιγόπιστε, γιατί μφέβαλες;»

Εναι τ διο μάλωμα πως τς μάνας, πού, μως, οτε μία στιγμ δν παψε ν χει τ μάτια της πάνω στ γαπημένο της παιδ κα ν τ σκεπάζει μ τν γάπη της.

Κι ν μπορούσαμε, κείνη τν ρα, θ ρωτούσαμε: «Κύριε, γιατί ργησες;»

Κι κενος, θ μς παντοσε: «Πάντα μουν δίπλα σου. Δν λειψα στιγμή!  θελα μως ν λευθερωθες π κάθε νθρώπινη λπίδα κα κάθε βάρος ατο το κόσμου κα ν γίνεις μόνο μία φλόγα, μόνο μία κραυγή, μόνο να «λέησον». Ν εμαι μόνο γ γι σένα, ν σ γκαλιάσω κα ν σο χαρίσω ζω πο δν γνωρίζει θάνατο».

δελφοί μου.

Καθημερινά νθρωποι βυθίζονται στν πελπισία κα πέφτουν π μόνοι τους στ ταραγμένα νερ τς πογνώσεως,  χωρς μως πίστη κι λπίδα. μες μως πιστεύουμε κα λπίζουμε. ζω τν κλαυθμν πο διάγουμε εναι δική μας φουρτουνιασμένη λίμνη τς Γεννησαρέτ. Τν ματιά μας, συχνά, πορροφ τ σκοτάδι τν διεξόδων, τς πογοητεέσεως κα τς συναισθήσεως τς δυναμίας τν σωματικν κα ψυχικν μας δυνάμεων.

ν, μως, πάρουμε τν πόφαση ν σηκώσουμε τ μάτια,  θ δομε τν Χριστ ν μς πλώνει τ χέρι, τρωτος π τ κύματα τς κακίας το κόσμου. Εναι διος Χριστς πο τότε πλωσε τ χέρι στν Πέτρο κα κάθε στιγμ τ πλώνει σ’ μς, καλώντας μας ν Τν συναντήσουμε κα ν Τν καταστήσουμε ς τν μόνη κα στείρευτη πηγ δυνάμεως κα θάρρους στ ταξίδι τς ζως μας, μ προορισμ τν γαλήνη τς παρουσίας Του.

ς γεμίσει, λοιπν, λη μας παρξη μ τν πόθο το Πέτρου, ταν, μέσα στν κοσμοχαλασιά, ζητοσε π τν Κύριο ν τν καλέσει κοντά Του κα ς εμαστε βέβαιοι πς θ κούσουμε κα μες π τ Πανάχραντο στόμα Του κενο τ ελογημένο «λα!». μήν.

Μ λη μου τν πατρικ γάπη,

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΑΣ

† Ο ΑΙΤΩΛΙΑΣ ΚΑΙ ΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ