ΤΑ ΧΡΥΣΑ ΜΗΛΑ ΤΩΝ ΕΣΠΕΡΙΔΩΝ
Στο χωριό καλλιεργούνται για περισσότερα από 300 χρόνια τα εσπεριδοειδή. Κυρίως καλλιεργούνται πορτοκαλιές (Citrus sinensis), λεμονιές (Citrus limon), μανταρινιές (Citrus nobilis ή Citrus deliciosa), νεραντζιές (Citrus aurantium) και κιτριές (Citrus medica). Αλλα δένδρα εσπεριδοειδών είναι το κουμ-κουάτ (Citrus margarita ή Fortunella margarita, καλλιεργείται κυρίως στην Κέρκυρα), το μαρούμι κουμ-κουάτ (Citrus japonica ή Fortunella japonica), το τανγκέλο, η φράπα (Citrus decumana), το γκρέιπ-φρουτ (Citrus paradisii) και το περγαμόντο (Citrus bergamia). Συστηματικές δενδροφυτεύσεις εσπεριδοειδών έχουμε από την δεκαετία του ‘30, ενώ σήμερα υπολογίζονται τα φυτεμένα περιβόλια με εσπεριδοειδή σε 10.000 στρέμματα. Η συνολική ετήσια εθνική παραγωγή κατά το έτος 1990 ήταν 1.169 χιλιάδες μετρικούς τόνους.
Τα εσπεριδοειδή ονομάζονται αλλιώς κίτρα και το είδος περιλαμβάνει 11 είδη. Έλαβαν την ονομασία αυτή από τις εσπερίδες, νύμφες της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας που ήταν σύμφωνα με τον Ησίοδο κόρες της Νύκτας και του Ωκεανού που φύλαγαν μαζί με ένα εκατοντακέφαλο φίδι, που ονομάζονταν Λάδωνας, τα χρυσά μήλα, που πρόσφερε ως γαμήλιο δώρο η Γαία στην Ηρα. Τα μήλα αυτά ο Ηρακλής κατάφερε και πήρε αφού κατόρθωσε να σκοτώσει τον Λάδωνα τα οποία μήλα στη συνέχεια έδωσε στον Ερυσθέα που τα πρόσφερε στην Αθηνά. Τα εσπεριδοειδή είναι εδώδιμα φυτά που ανήκουν στην οικογένεια των ρουτιδών που πήρε την ονομασία αυτή από το μονοετές φυτό, ύψους 80 εκατοστών, την ρούτα (πήγανο) το οποίο χρησιμοποιείται στην φαρμακευτική αλλά και για να αρωματίζεται το ρακί καθώς απ’ αυτό βγαίνει ένα πολύ δυνατό άρωμα (Ρούτα ή βαρύοσμος). Ευδοκιμούν σε ήπια κλίματα που έχουν από 30ο μέχρι 40ο γεωγραφικό πλάτος και είναι ευρέως διαδεδομένη η εσπεριδο-καλλιέργεια σε περιοχές των χωρών της Μεσογείου, Η.Π.Α, Βραζιλία, Ιαπωνία, Αργεντινή, Νότια Αφρική, Μεξικό, Αυστραλία. Η πρώτη άγρια πορτοκαλιά έμοιαζε με την νεραντζιά που είναι φυτό των Ανατολικών Ινδιών. Το όνομα της προέρχεται από το ινδικό νερούτζι που κράτησαν οι Αραβες του 10ου αιώνα. Η πορτοκαλιά είναι φυτό αειθαλές με ύψος 4-10 μέτρων. Η πορτοκαλιά ονομάζεται και κίτρο το σινικό καθώς είναι φυτό ιθαγενές της Κίνας. Οι κυριότερες ποικιλίες της πορτοκαλιάς είναι μέρλιν, σαγκουίνι, ναβαλίνα, ντόλτσα, ταρόκο και βαλέντσια.
Το πορτοκάλι είναι πλούσιο σε βιταμίνη C που τελευταίες ιατρικές επιστημονικές ανακαλύψεις έδειξαν ότι η βιταμίνη αυτή βοηθά στην καταπολέμηση πολλών ασθενειών όπως της αναιμίας, του άσθματος, των αλλεργιών, του καρκίνου, του καταρράκτη, του κοινού κρυολογήματος, της στεφανιαίας νόσου, της κυστίτιδας, των παθήσεων των αρθρώσεων, των παθήσεων των μυών, των παθήσεων του δέρματος αλλά και στην καταπολέμηση, λόγω των σημερινών συνθηκών ζωής, της ασθένειας της εποχής του άγχους (στρες). Τα πορτοκάλια χρησιμοποιούνται στην παρασκευή αναψυκτικών, διαφόρων ποτών, γλυκισμάτων ή αιθέριων ελαίων ενώ περιέχουν ασκορβουτικό οξύ που καταπολεμά την θανατηφόρο, κατά τους προηγούμενους αιώνες, ασθένεια των ναυτικών, το σκορβούτο.
ΟΤΑΝ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΕΒΑΖΕ ΠΑΤΑΤΕΣ.......
Οι Καλυβιώτες ήδη από το 19ο αιώνα μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’50 καλλιέργησαν πατάτες. Προκειμένου να τις φυτέψουν έβαζαν τις πατάτες που θα χρησιμοποιούσαν ως σπόρους κάτω από άχυρα ή σε κοπριά για βγάλουν «μάτια». Τα άλογα όργωναν το χωράφι όπου στη συνέχεια φυτεύονταν οι πατάτες. Άλλο άλογο έχωνε τις πατάτες. Η καλλιέργειά της γίνονταν δύο φορές το χρόνο. Φυτεύονταν το Φεβρουάριο και η συγκομιδή γίνονταν το Μάιο ενώ μέσα στην ίδια χρονιά φυτεύονταν τον Αύγουστο με μάζεμά της πατάτας τον μήνα Δεκέμβριο. Η παραγωγή έφτανε τις 1.000 οκάδες (περίπου 1400 κιλά) το στρέμμα. Τις πατάτες που μάζευαν οι χωριανοί τις έβαζαν σε σακιά που χωρούσαν 40-50 οκάδες και η μεταφορά τους στους τόπους προορισμούς γίνονταν κυρίως με το τραίνο, βασικό μέσο μεταφοράς στα χρόνια καλλιέργειας της στο χωριό.
Η πατάτα, κατεξοχήν αμυλούχα τροφή μαζί με τα μακαρόνια και το ρύζι, καλύπτει τον διατροφικό χώρο που υπάρχει ανάμεσα στα λαχανικά και τα δημητριακά. Η γεύση της αφήνει ένα ζεστό και άμεσο αίσθημα οικειότητας με ψυχο-προφυλακτικές ιδιότητες που ηρεμεί και κατευνάζει τον καταναλωτή καθώς παραπέμπει στην προστασία και την ασφάλεια που δημιουργεί η μητρική αγκαλιά. Στα χρόνια της κατοχής αποτέλεσε βασικό στοιχείο διατροφής των χωριανών και των κατοίκων των περιχώρων που ήρθαν στο χωριό για να αντιμετωπίσουν την πείνα του ’41, οπότε μεταξύ άλλων φιλοξενήθηκαν (από τον αείμνηστο Νικόλαο Γ. Καρύμπα) και τα αδέλφια Κατσάμπα (Γιώργος και Γιάννης), οι μεγάλοι τροβαδούροι της αγάπης στα φιρμάτα μαγαζιά του αθηναϊκού κέντρου.
Το φυτό της πατάτας το έφερε στην Ελλάδα το έτος 1833 ο Ιωάννης Καποδίστριας, πρώτος κυβερνήτης της Ελλάδος. Αρχικά η καλλιέργεια της ξεκίνησε από την περιοχή της Τίρυνθας. Η καλλιέργεια της πατάτας ήρθε στην Ευρώπη το 1534 από τον Φραντζέσκο Πιζάρο που την ανακάλυψε στους Ίνκας του Περού. Η λέξη batata ή patata, επιστημονική ονομασία στρύχνος ο κονδυλόριζος (solanum tuberosum), έχει ινδιάνικη προέλευση και κατάφερε να επικρατήσει της παλαιότερης λέξης «γεώμηλον».
Στους παλιούς Καλυβιώτες που έβαζαν πατάτες για περισσότερα από 50 χρόνια αφιερώνω αυτό το ποίημα του Νομπελίστα Χιλιανού ποιητή Πάμπλο Νερούδα.
Τσιτσιρίζει/το λάδι/ζεσταίνοντας/
τη χαρά του κόσμου/
οι τηγανητές/πατάτες/μπαίνουν/
στο τηγάνι/σαν χιονισμένα/
φτερά/πρωινού κύκνου/
και βγαίνουν/χρυσωμένες/
από το τσιτσιριστό/
κεχριμπάρι της ελιάς.
Το σκόρδο/τους προσθέτει/
το γήινο άρωμά του,/το πιπέρι,/σκόνη που πέρασε από
τους υφάλους,/και/ντυμένες/ξανά/
με φιλντισένιο κοστούμι, γεμίζουν
το πιάτο/με την επανάληψη
της αφθονίας τους/και τη γήινη
γευστική τους απλότητα.
«Ωδή στις τηγανητές πατάτες»
ΠΑΜΠΛΟ ΝΕΡΟΥΔΑ
(Pablo Nerouda, επιλογή από το έργο του, εκδ. Α. Καραβία, Αθήνα 1966, μετάφρ. Ρήγα Καππάλου)
Ο ΝΕΡΟΜΥΛΟΣ ΣΤΟ ΠΙΠΙΝΕΡΙ («ΜΥΛΟΣ ΤΟΥ ΠΑΠΑΦΩΤΗ»)
Σε έκταση εμβαδού 525 τετραγωνικών μέτρων περίπου στη θέση «ΠΙΠΙΝΕΡΙ» λειτουργούσε από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’60 ο «μύλος του Παπαφώτη». Αρχικά ήταν ιδιωτικός, ανήκοντας σε μια μεγάλη αγροτική εκμετάλλευση, στο λεγόμενο «τσιφλίκι Παπαφώτη» και ήταν τμήμα ενός ευρύτερου αγροτικού συγκροτήματος που περιελάμβανε ακόμη και ξωκλήσι (Αϊ Θανάση). Το τσιφλίκι αυτό μαζί με άλλα της περιοχής απαλλοτριώθηκαν κατά το έτος 1933 και διανεμήθηκαν με παραχώρηση τίτλων κτήσεως μεταπολεμικά σε άκληρους-ακτήμονες αγρότες. Κοντά στο μύλο δημιουργήθηκε ο οικισμός «Πιπινέρι» που η ύπαρξή του βεβαιώνεται από τη δεκαετία του ’30 για να διαλυθεί την δεκαετία του ’50 οπότε και μεταφέρθηκε το σύνολο του πληθυσμού στο χωριό. Η απαλλοτρίωση των τσιφλικιών αποτέλεσε βασικό στοιχείο της αγροτικής μεταρρύθμισης που εμπνεύσθηκε και πραγματοποίησε ο μεγαλύτερος Έλληνας πολιτικός στα μετά-επαναστατικά χρόνια, ο Εθνάρχης Ελευθέριος Βενιζέλος, από το 1911, οπότε συνέβησαν τα αιματηρά γεγονότα στο Κιλελέρ από τους Θεσσαλούς αγρότες και κατά τις επόμενες δεκαετίες. Η απαλλοτρίωση και διανομή των τσιφλικιών σε άκληρους και κατά τεκμήριο άπορους αγρότες καταλάγιασε τις έντονες κοινωνικές αντιδράσεις της ελληνικής υπαίθρου, όπου η μεγάλη πλειοψηφία των αγροτών δεν είχαν σπιθαμή καλλιεργούμενης γης και δούλευαν ως κολλήγοι, ιδιαίτερα στον θεσσαλικό κάμπο, στα τσιφλίκια των μεγαλογαιοκτημόνων-τσιφλικάδων. Ο «Μύλος του Παπαφώτη» λοιπόν, περιλαμβάνονταν στην απαλλοτριωθείσα έκταση του τσιφλικιού του. Στα χρόνια που ακολούθησαν της απαλλοτρίωσης, δηλαδή από το έτος 1933 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’60 λειτούργησε ως κοινοτικός νερόμυλος. Ο νερόμυλος αυτός νοικιάζονταν από την Κοινότητα Καλυβίων με πλειοδοτικό διαγωνισμό. Ηταν πετρόκτιστος με ξύλινη κεκλιμένη, δίρικτη στέγη και είχε εμβαδόν 70 περίπου τ.μ. Ο νερόμυλος αυτός άλεθε καλαμπόκι και στάρι, βασικά δημητριακά προιόντα που καλλιεργούσαν οι χωριανοί από παλιότερες εποχές καθώς η εύφορη καλυβιώτικη πεδιάδα ήταν και παραμένει να είναι από τις πλέον παραγωγικές περιοχές σε απόδοση στις καλλιέργειες των δημητριακών. Στα χρόνια της κατοχής έπαιξε σημαντικό ρόλο για την εξασφάλιση του ψωμιού των κατοίκων της ευρύτερης περιοχής του κάμπου του Αγρινίου λειτουργώντας υπερωριακά για να καλύψει τις αυξημένες ανάγκες. Μυλωνάς, σ’εκείνα τα μαύρα χρόνια του ελληνισμού, ήταν ο αείμνηστος Θύμιος Αναστασίου («Πρόκος»). Ο νερόμυλος αυτός σταμάτησε την λειτουργία του το έτος 1962 όταν άρχισαν τα έργα κατασκευής του πρώτου φράγματος των Κρεμαστών του Αχελώου ποταμού, οπότε κόπηκαν τα νερά που αποτελούσαν από παλιά την κινητήρια δύναμη λειτουργίας του. Ήδη, από το έτος 1952, είχε αρχίσει να λειτουργεί ο πρώτος νερόμυλος του Ριγανιώτη μυλωνά Γρηγόρη Γραμμένου. Ο νερόμυλος αυτός που λειτουργούσε με πέτρα ήταν εγκατεστημένος σε πρόχειρο κτίριο, που είχε τοίχους φτιαγμένους από καλάμια με εξωτερικό σοφά (τσατμάς) και στέγη από τσίγκια. Βρίσκονταν σε αγροτεμάχιο ιδιοκτησίας των αδελφών Βασιλείου και Γεωργίου Αντωνόπουλου 200 μέτρα περίπου βόρεια από το σημερινό υδραγωγείο του χωριού. Ο μύλος αυτός λειτούργησε μέχρι το έτος 1964, οπότε ο Γρηγόρης Γραμμένος εγκαινίασε τον νέο σύγχρονο κυλινδρόμυλο, που βρίσκονταν στη νότια πλευρά του χωριού, κοντά στα τελευταία σπίτια, απ’ όπου διέρχεται σήμερα η παράκαμψη του χωριού και ο οποίος («Μύλος του Γραμμένου») σταμάτησε την λειτουργία του το έτος 1988.
Η εφεύρεση του νερόμυλου έδωσε την δυνατότητα στον άνθρωπο να χρησιμοποιήσει την δύναμη του νερού, την υδραυλική ενέργεια, για να καταφέρει να κινήσει μηχανισμό για το άλεσμα αρχικά των δημητριακών. Ο ιστορικός Στράβωνας, όταν περιγράφει τα βασιλικά ανάκτορα στα Κάβειρα του Μιθριδάτη του ΣΤ’ του Ευπάτορα, βασιλιά του Πόντου, αναφέρει τα ακόλουθα: «......εν δε τοις καβείροις τα βασίλεια Μιθριδάτου κατεσκευάστο και ο υδραλέτης....». Οι νερόμυλοι χρησιμοποιήθηκαν κυρίως ως αλεστικοί, για την παραγωγή αλευριού. Χρησιμοποιήθηκαν όμως επίσης για το άλεσμα δεψικών υλών για την βυρσοδεψεία (ταμπακόμυλοι), για την δημιουργία μπαρουτιού (μπαρουτόμυλοι), για κατασκευή κουρασανιού (παλαιό οικοδομικό υλικό), αλλά και για παραγωγή λαδιού (λαδόμυλοι). Εκτιμήσεις κάνουν λόγο για 30.000 νερόμυλους, νεροτριβές και μαντάνια στην Ελλάδα, ανεξάρτητα από την σημερινή τους κατάσταση που αποτελούν βασικό στοιχείο της προβιομηχανικής κοινωνίας και της λαικής παράδοσης. Τα αλεστικά, ή ξάι («exagium»), δηλαδή η αμοιβή του μυλωνά για το άλεσμα, κυμαίνονταν από 3 μέχρι 12%. Συνηθίζονταν εθιμικά να αλέθουν δωρεάν οι μυλωνάδες για να γίνουν τα ψωμιά του γάμου. Η ημερήσια παραγωγή του μύλου έφτανε τις 5.000 οκάδες. Μερικού πονηροί μυλωνάδες αύξανα το εισόδημά τους με το να κλέβουν στο ζύγισμα, εμπειρία τόσο έντονη που επηρέασε, με ανάλογα θέματα, την αγιογράφηση των ναών, που απεικονίζουν τις τιμωρίες των μυλωνάδων, κατά την Δευτέρα Παρουσία.
Τ’ ΑΛΩΝΙΑ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ
Για τον αλωνισμό του καλαμποκιού που παραδοσιακά καλλιεργούσαν στο χωριό απαραίτητο ήταν το αλώνι πριν την εμφάνιση και επικράτηση των αλωνιστικών μηχανών. Κάθε οικογένεια που καλλιεργούσε καλαμπόκια είχε το δικό της αλώνι. Στην βορειοανατολική πλευρά του χωριού, βόρεια του σημερινού παιδικού σταθμού, εκεί στα τελευταία σπίτια, βρίσκονταν πολλά μαζί αλώνια συγχωριανών, κυρίως δε αυτά των Ζαπαντιωταίων και για το λόγο αυτό η τοποθεσία πήρε το τοπωνύμιο «ΑΛΩΝΑΚΙΑ». Υπήρχαν επίσης αλώνια στη βόρεια πλευρά του χωριού, κοντά στο υδραγωγείο, γ’αυτό και η θέση φέρει το όνομα «ΑΛΩΝΙΑ». Όλα τα αλώνια βρίσκονταν στις παρυφές του χωριού. Το μέρος που διαλέγονταν να γίνουν τα αλώνια έπρεπε να το φυσούν οι πιο δυνατοί άνεμοι (ξάγναντο). «Εμείς αποθερίσαμεν κ’εκάμαμεν ποθέρι, θα πάμε πια στ’ αλώνια μας, που ‘χει καλόν αέρι» λέει το ροδίτικο λαϊκό δίστιχο. Ήθελαν επίσης οι καλαμποκάδες να είναι τ’αλώνι και σε κοντινή τοποθεσία από το σπίτι του καλαμποκαλλιεργητή για να μπορεί η οικογένειά του να αντιδρά στις ξαφνικές φθινοπωρινές μπόρες απλώνοντας τα πανιά για να μην βραχεί ο καρπός. Τα αλώνια είχαν εμβαδόν περίπου 200 τ.μ. Υπήρχαν όμως και μεγαλύτερα. Όταν τελείωνε ο θερισμός οι καλαμποκάδες καθάριζαν τα χωματάλωνα από τα άγρια χόρτα ενώ για να κάνουν περισσότερο λείο το χώμα τα επικάλυπταν (έχριζαν) με σβουνιές. Κατά μήκος του αλωνιού και στο κέντρο τους στερέωναν ξύλινα δοκάρια όπου με σχοινιά μπορούσαν να απλώσουν πανιά. Όταν έρχονταν η εποχή της συγκομιδής περί το μήνα Σεπτέμβριο μάζευαν τις ρόκες και τις μετέφεραν με σακιά στα αλώνια. Τις άπλωναν για μερικές μέρες να ξεραθούν. Έπειτα με ξύλινα κοπάνια χτυπούσαν δυνατά («κοπάναγαν») τις ρόκες. Ο καρπός με τον τρόπο αυτό αποχωρίζονταν από τα κότσαλα που τα χρησιμοποιούσαν σαν καυσόξυλα. Αφηναν το καρπό απλωμένο μερικές μέρες για να λιαστεί. Με τον αρίλογο κοσκίνιζαν το καλαμπόκι για να διαχωρίσουν το καρπό από τα κότσαλα. Ο καιρός επηρέαζε πάντα την χρονική διάρκεια της κάθε αγροτικής δραστηριότητας. Μετά το λιάσιμο του καλαμποκιού το μάζευαν και το αποθήκευαν προκειμένου να είναι έτοιμο να πωληθεί στους εμπόρους που κατέφταναν στο χωριό για αγορές μεγάλων ποσοτήτων του χρυσού καρπού.
Κατά τη διάρκεια του αλωνίσματος κάποια από τα μέλη της οικογένειας των καλαμποκάδων ξαγρυπνούσαν στα αλώνια. Την εποχή του αλωνισμού κατέφταναν στο χωριό πολλοί Ζακυνθινοί και Κεφαλλονίτες εργάτες. Το να ξαγρυπνά και να κοιμάται ελαφρά (λαγοκοιμάται) ο καλαμποκάς στ’ αλώνι λες και συμμετείχε σε μια πανάρχαια ιεροτελεστία, πράξη μύησης στα ιερά, τόσο παλιά όσο και το γεννοβόλημα της μάνας γης. Οι καλαμποκάδες όφειλαν εθιμικά μαζί με τις οικογένειές τους να συντροφεύουν το χρυσό καρπό στ’αλώνια κανακεύοντας τον, όπως συμβαίνει με τα νεογέννητα, θεία βρέφη. Ο ξανθός καρπός, το καλαμπόκι, παίρνει ιερή μορφή, όπως και το αλώνι γίνεται τόπος ιερός, «ιερή αλωή», σύμφωνα με τον Όμηρο. Το φεγγάρι σιγά-σιγά γεμίζει για να ‘ρθεί να δέσει αρμονικά με το αλωνισμό. Ο λαός της αγροτιάς ήθελε το ολόγιομο φεγγάρι, το φωτισμένο αλώνι τ’ουρανού, να ζευγαρώνει αρμονικά με τα χωματάλωνα. Όταν το φεγγάρι είχε πανσέληνο πιστεύονταν ότι θα φυσούσε δυνατός αέρας γι’αυτό κι έλεγαν «απόψε το φεγγάρι έχει αλώνι, θα σηκώσει αέρα». Αναφέρονταν στο λαμπερό τσέρκι που γυροφέρνει το σώμα του φεγγαριού ,την άλω. Στα λυκειακά μας χρόνια θα μαθαίναμε πως η λέξη άλω ήταν λέξη δασυνόμενη, από την οποία προέρχεται ετυμολογικά το αλώνι. (η άλως, της άλω, πληθ. αλώες). Μεγαλώνοντας μάθαμε για την μενεξεδένια άλω, την ερωτική, αλλά και για την χρυσή άλω, τα φωτοστέφανα στις κεφαλές των αγίων της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας. Η λέξη άλως σημαίνει επίσης το κροκάτο μάτι της μαργαρίτας, το μικρό αλωνάκι της «όπου στήνουν τρελό χορό τα μελισσόπουλα», όπως φαντάζεται ποιητικά ο Νομπελίστας ποιητής μας Οδυσσέας Ελύτης.