Πάνος Πάσχος: Καλύβια 1944 - «Δεν μπορείς εσύ να κρεμάσεις έναν Πάσχο…»

Τετάρτη 22 Ιουλίου 2020

Ο Πάνος Πάσχος (1926-1944) από το Αγρίνιο, ήταν ένας ακόμη δαφνοστεφανωμένος ήρωας που έπεσε υπέρ πατρίδος, υπό των Γερμανών κατακτητών, τον Ιούλιο του 1944, στα Καλύβια Αγρινίου.

Ο Πάνος Πάσχος ήταν γιός του Χρήστου και της Ελπίδας Πάσχου, οι οποίοι απέκτησαν τέσσερα παιδιά, την Βασιλική, την Αθηνά, τον Παναγιώτη και τον Κωνσταντίνο. Ο πατέρας του ήταν καραγωγέας και η μητέρα του μοδίστρα. Διέμεναν επί της οδού Καλυβίων, στο Αγρίνιο.

Ο Παναγιώτης είχε τελειώσει το δημοτικό σχολείο και κατόπιν δούλευε σε μηχανουργείο οχημάτων. Ήταν ένα όμορφο, ψιλόλιγνο παλληκάρι… Κατά την περίοδο της κατοχής το μηχανουργείο το είχε επιτάξει ο γερμανικός στρατός και επισκευάζονταν οχήματά του... Μάλιστα ο Πάνος Πάσχος μέσω αυτής της απασχόλησης είχε γνωρίσει πολλούς υψηλόβαθμους  Γερμανούς αξιωματικούς.

Σαν δραστήριος νέος και με την επαναστατική του φύση, βλέποντας την έκρυθμη κατάσταση στην ευρύτερη περιοχή, το 1942, σε συνεννόηση με κάποιους φίλους και γνωστούς του στο Αγρίνιο, στα 16 του χρόνια πήρε την απόφαση να ενταχθεί στο ΕΑΜ και την εθνική αντίσταση.

Κατά τη πορεία του στον ένοπλο απελευθερωτικό αγώνα, δέθηκε με όλους τους συντρόφους του, αλλά ιδιαίτερα με τον Νώντα Μαυρέλη από τη Λεπενού, με τον οποίο πήραν από κοινού μια σπουδαία απόφαση ζωής και φιλίας: Με συμβολικό τρόπο έκοψαν ένα σημείο στις φλέβες τους και σταυρώνοντας τα χέρια τους, ενώθηκαν οι ζωές τους για πάντα και έγιναν «σταυραδέρφια…»

Η οικογένεια του νεαρού Πάνου Πάσχου αν και ανησυχούσε για αυτή του την απόφαση, ήταν στο πλευρό του, ενώ η μικρότερη αδερφή του Αθηνά Πάσχου, σε συνεργασία με τον ξάδερφό τους Σπύρο Κουκούλη, φρόντιζαν να συναντιούνται με τους αντάρτες, ώστε να δίνουν ρουχισμό, τρόφιμα κ.α.

Τα τρόφιμα, τον ρουχισμό και άλλα τα έκλεβε από τις αποθήκες των Γερμανών ο Σπύρος Κουκούλης.

Συγκεκριμένα η 10χρονη Αθηνά, μαθήτρια του δημοτικού, με την σχολική τσάντα στους ώμους της, έφευγε από το Αγρίνιο και πολλές φορές συνοδευόμενη από την εξαδέρφη της Ζωή Τσιαντή πήγαιναν προς το ψηλογέφυρο και την περιοχή της Μεγάλης Χώρας (Ζαπάντι), όπου η οικογένεια Τσιαντή είχε κτήματα, ώστε να συναντήσουν τον σύνδεσμο των ανταρτών. Μετέφεραν επίσης λίγα πυρομαχικά, μέχρι και χειροβομβίδες ¨κρυμμένες¨ μέσα σε μεταλλικές ποτίστρες, αλλά το πιο σημαντικό ήταν τα μυστικά σημειώματα και οι πληροφορίες που τους έδινε μέσα από την Κομαντατούρ, η Μαρία Δημάδη.

Αρκετά συχνά εμφανίζονταν στον τόπο συνάντησης η αντάρτισσα Αγγελική Τσιαντή για να παραλάβει τα υλικά.

Ο Πάνος Πάσχος είχε πάρει μέρος σε αρκετές στρατιωτικές επιχειρήσεις των ανταρτών, όμως το καλοκαίρι του ΄44 σε ένα ύψωμα στην περιοχή μεταξύ Σπολάϊτας και του ποταμού Αχελώου, συνελήφθη και μεταφέρθηκε στις φυλακές της Αγίας Τριάδας στο Αγρίνιο. Επί σχεδόν δυο εβδομάδες κλεισμένος στις φυλακές, ο Πάνος Πάσχος βασανίστηκε αλλά δεν λύγισε, δεν πρόδωσε τους συντρόφους του και τις ιδέες του.

Κατά τη διάρκεια της κράτησής του στα σκοτεινό κελί της φυλακής, δέχτηκε ασφυκτικές πιέσεις και προτροπές από Γερμανούς που γνώριζε από τη δουλειά του στο μηχανουργείο, ώστε να ομολογήσει και να προδώσει τους συντρόφους του, όμως ο Πάνος Πάσχος, έμεινε αμετακίνητος στη στάση του.

Όσο πλησίαζαν οι μέρες της εκτέλεσής του (χωρίς να το γνωρίζει επακριβώς) οι πιέσεις από τους δεσμώτες του αλλά ακόμη και από το περιβάλλον της οικογένειάς του, που του έλεγαν να φύγει από το αντάρτικο χωρίς να προδώσει κανέναν και να απελευθερωθεί, δεν τον έκαμψαν. Θα δεχόταν κάτι τέτοιο αν μαζί με αυτόν απελευθερώνονταν από τις φυλακές και ο σταυραδερφός του Γιάννης Μαυρέλης, ο οποίος κρατούνταν και αυτός φυλακισμένος. Όμως οι Γερμανοί αρνήθηκαν να ικανοποιήσουν το αίτημά του αυτό…

 

Εφημερίδα "Δυτική Ελλάς" (01-08-1944)

Ένα απόσπασμα κειμένου του συμπατριώτη μας Γερ. Σπ. Γερολυμάτου με τίτλο «Ένας θρύλος» αναφέρεται στην φιλία του Πάνου Πάσχου και του Γιάννη Μαυρέλη:

«Ανάμεσα από μερικές εφημερίδες του αγώνα, που έτυχε να πέσουν στα χέρια μου, βρήκα μερικά χειρόγραφα που δεν ξέρω ποιος τάγραψε και πως βρέθηκαν εκεί πέρα. Αυτό βέβαια δεν μας ενδιαφέρει και πολύ. Εκείνο μονάχα που έχω να σας πω είναι πως στα χειρόγραφα είναι γραμμένη μια ιστορία που μοιάζει σαν παραμύθι. Ίσως νάναι και κανένας θρύλος, ποιος ξέρει.... Ο βλογημένος δεν μας κατατοπίζει σχετικά.

Πήρα λοιπόν κι εγώ και την αντέγραψα γιατί τα χειρόγραφα είχαν αρχίσει να τρίβονται. Ακούστε λοιπόν:       

Οι δυο αντάρτες κουρασμένοι απ' την πορεία έπεσαν να κοιμηθούν... Ο ρυθμικός κρότος που έκανε το νερό, καθώς έπεφτε στη φτερωτή του μύλου, γρήγορα τους αποκοίμισε.

Ήταν φίλοι προτού ακόμα βγουν στο βουνό, παιδιά της ΕΠΟΝ. Η φιλία τους σφυρηλατήθηκε απ' τους κοινούς κινδύνους της αντάρτικης ζωής, από κοινές λαχτάρες και πόθους. Θα τους εύρισκες πάντα μαζί σε κάθε δύσκολη αποστολή, όπως κι απόψε, που αγκαλιασμένοι κοιμούνται στον έρημο τούτο μύλο. Μια μέρα ο Πόνος είπε στο Γιάννη πως και στο θάνατο ακόμα θα ΄ναι ενωμένοι…        

Κατά τα χαράματα τους ξύπνησαν άγριες φωνές. Πετάχτηκαν και οι δυό κι έτρεξαν να πάρουν τα όπλα, μα ένα γέλιο σατανικό τους σταμάτησε. Εκεί μπροστά τους στέκονταν δυο τσολιάδες με τα όπλα προτεταμένα, ενώ ένας άλλος είχε πιάσει την πόρτα του μύλου. Κάθε αντίσταση ήταν μάταιη.

'Άλλωστε τους είχαν πάρει τα όπλα πάνω στον ύπνο τους.

-Μας πρόδωσαν Πάνο! ακούστηκε η φωνή του Γιάννη.

Μη στενοχωριέστε παιδιά, τους λέει γελώντας ειρωνικά ο ένας τσολιάς. Σε λίγο θα δείτε και την πόλη! Τι διάολο, ήρθατε τόσο κοντά!

Ξεκίνησαν. Προχωρούσαν δίπλα-δίπλα χωρίς να μιλούν. Γύρω τους οι τσολιάδες. Όταν έφτασαν κοντά στη πόλη, ο Γιάννης λέει στο Πάνο:

-Ξέρεις που πάμε;

Ναι Γιάννη. Στο θάνατο! Μα ξέρω επίσης πως πεθαίνουμε για να ζήσει η Ελλάδα! Να, κοίτα! Φάνηκε η πόλη. Πόσοι άνθρωποι δεν περιμένουν εκεί μέσα το λυτρωμό;

Κοιτάχτηκαν χαμογελώντας. Και προχωρούσαν τώρα με βήμα πιο σταθερό. Για το Θάνατο! Για να ζήσει η Ελλάδα!»

Τα αντίποινα των Γερμανών για το σαμποτάζ στη γραμμή του τραίνου στα Καλύβια, στα τέλη Ιουλίου 1944, ήταν η εκτέλεση 60 Ελλήνων πατριωτών, μεταξύ αυτών και του Πάνου Πάσχου.

Στον τόπο της εκτέλεσης, επιλέχθηκαν τέσσερα τηλεγραφόξυλα για να κρεμασθούν οι Έλληνες αγωνιστές, Αντώνης Παπαϊωάννου (καπετάν Δίας), Απόστολος Τσιαπούρης (καπετάν Βάκχος), Πάνος Πάσχος και ο ¨σταυραδερφός¨ του Γιάννης Μαυρέλης.

Ο 18χρονος Πάνος Πάσχος με θάρρος και εθνική υπερηφάνια, δεν άφησε τον δήμιο να του περάσει τη θηλιά αλλά του είπε με έντονο τόνο: «Δεν είσαι ικανός εσύ να κρεμάσεις έναν Πάσχο…» και μόνος του πέρασε τη θηλιά στο λαιμό του, φωνάζοντας ταυτόχρονα: «Ζήτω το ΕΑΜ, Ζήτω η Ελλάς» και με μια κίνηση του σώματος έμεινε μετέωρος στο κενό...

Η οικογένεια του Πάνου Πάσχου θρήνησε τον χαμό του και στο σημείο του μαρτυρίου για πολλά χρόνια οι συγγενείς του πήγαιναν συχνά εκεί, για να ανάψουν το καντήλι και ένα κερί στη μνήμη του, δίπλα στον λιτό ξύλινο σταυρό.

Η αδερφή του Αθηνά Πάσχου στα ετήσια μνημόσυνα που διοργάνωνε η Κοινότητα Καλυβίων και πάντα σε συνεννόηση με τους προέδρους του χωριού, είχε αναλάβει το ιερό καθήκον να προετοιμάζει τα κόλλυβα και τον δίσκο του μνημοσύνου για τις αδικοχαμένες ψυχές…

Μαρτυρία του εγγονού του Ευάγγελου Καρακίτσου

Απόσπασμα κειμένου του Γερ. Σπ. Γερολυμάτου με τίτλο: «Ένας θρύλος»

Επιμέλεια: Γιώργος Πανταζόπουλος

- Σκίτσο του Φωκίωνα Δημητριάδη (σκιτσογράφος): «Η 200 της Καισαριανής»