Ομιλία της Δρ. Αναστασίας Κουμούση στην Σχολή Τοπικής Ιστορίας της Γ.Ε. Αγρινίου

Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2025

Με την πολύ ενδιαφέρουσα εισήγηση της Διευθύντριας Εφορίας Αρχαιοτήτων Αχαΐας, Δρ. Αναστασίας Κουμούση, με θέμα «Η Λειψανοθήκη της κάρας του Αποστόλου Ανδρέα», συνεχίστηκε η σειρά διαλέξεων της Σχολής Τοπικής Ιστορίας & Πολιτισμού «Αθανάσιος Παλιούρας» της Γυμναστικής Εταιρείας Αγρινίου.

Στην εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε την Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου, στο Παπαστράτειο Μέγαρο Αγρινίου, παρέστη και ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Αιτωλίας & Ακαρνανίας, κ.κ. Δαμασκηνός, ενώ κατά τη διάρκεια της ομιλία της η κα Κουμούση παρουσίασε πολλά στοιχεία και πηγές της ερευνάς της καθώς και εικόνες όπως η επίχρυση ανθρωπόμορφη λειψανοθήκη, μέσα στην οποία το 1462, ο τελευταίος Δεσπότης του Μυστρά, Θωμάς Παλαιολόγος, προσέφερε την Κάρα του Αποστόλου Ανδρέα στον Πάπα Πίο Β’, προκειμένου αυτός να τον στηρίξει οικονομικά και πολιτικά για να ανακτήσει την εξουσία που έχασε από την επέλαση των Οθωμανών. 

Όπως επεσήμανε η κα Αναστασία Κουμούση, πρόκειται για έργο μεταλλοτεχνίας που ανήκει ως θρησκευτική πρακτική και τεχνοτροπία στην δυτική λατρευτική παράδοση. Μάλιστα, η ανάλυση των χαρακτηριστικών της λειψανοθήκης επιτρέπει τη χρονολόγησή της στα μέσα του 15ου αιώνα. Πιθανότερος τόπος κατασκευής της θεωρείται η δαλματική πόλη Ragusa, σταθμός στο ταξίδι του Δεσπότη προς την Ιταλία. Το 1964 το Βατικανό επέστρεψε στην Πάτρα την Κάρα του Αποστόλου Ανδρέα, μέσα στην ίδια λειψανοθήκη.

Αναλυτικά η εισήγηση της κας Αναστασίας Κουμούση

Η  ΛΕΙΨΑΝΟΘΗΚΗ  ΤΗΣ  ΚΑΡΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ  ΑΝΔΡΕΑ

Ο απόστολος Ανδρέας μαρτύρησε και τάφηκε στην Πάτρα το πιθανότερον επί Νέρωνος, την έβδομη δεκαετία του 1ου μ. Χ. αιώνα. Τα λείψανά του φυλάσσονταν στον παράλιο ναό που ιδρύθηκε στον χώρο του μαρτυρίου του, μέχρι τα μέσα περίπου του 4ου αιώνα, όταν τμήμα τους μεταφέρθηκε και τοποθετήθηκε στο ναό των Αγίων Αποστόλων Κωνσταντινούπολης, ενώ η Κάρα φαίνεται ότι παρέμεινε στην Πάτρα έως τα μέσα του 15ου αιώνα, φυλασσόμενη στον  ομώνυμο ναό, όταν ο Δεσπότης Θωμάς Παλαιολόγος την μετέφερε στη Ρώμη.

Το 1964 ο Πάπας Παύλος ΣΤ’ έκανε δεκτό αίτημα των εκκλησιαστικών αρχών της Πάτρας και αντιπροσωπεία του Βατικανού με επικεφαλής τον καρδινάλιο Μπέα, επέστρεψε την Κάρα του Αποστόλου στην πόλη μέσα στην λειψανοθήκη με την οποία αυτή είχε παραδοθεί το 1462 από τον Θωμά Παλαιολόγο στον Πίο Β’ {2} {3} Τα παπικά έγγραφα  που συνόδευαν την Κάρα πιστοποιούσαν την αυθεντικότητα τόσο του λειψάνου, όσο και της λειψανοθήκης και είναι σημαντικά από ιστορική και καλλιτεχνική άποψη. Πρόκειται για περγαμηνά χειρόγραφα στην ελληνική και λατινική με περίτεχνη διακόσμηση {4,5,6}.

Η λειψανοθήκη της Κάρας του αγίου Ανδρέα, χωρίς ποτέ να έχει γίνει αντικείμενο επιστημονικής μελέτης, ούτε καν συντήρησης, είχε χαρακτηριστεί ατεκμηρίωτα την εποχή της επανακομιδής ως «ολόχρυση, βυζαντινή, προεικονομαχικής περιόδου χρονολογούμενη τον 7ο αι.» (Αρ. Πανώτης) και ως βυζαντινής παράδοσης αναφέρεται έκτοτε.  Με την ευκαιρία της Έκθεσης «Η ΤΩΝ ΠΑΤΡΕΩΝ ΣΕ ΠΟΛΙΣ. Η Πάτρα του Αποστόλου Ανδρέα από την έλευσή του έως την επιστροφή της Κάρας» {7,8} που διοργάνωσε στο Αρχαιολογικό Μουσείο Πατρών το 2015 η Εφορεία Αρχαιοτήτων Αχαΐας, στο πλαίσιο των Πρωτοκλητείων, η λειψανοθήκη συντηρήθηκε {9,10} και απετέλεσε αντικείμενο μελέτης από την ομιλούσα, με σκοπό να επιβεβαιωθεί  η σχέση της με τον δεσπότη Θωμά Παλαιολόγο και τα γεγονότα της εποχής, να τεκμηριωθεί η προέλευση και η χρονολόγησή της.

Πριν προχωρήσω να σας ‘βάλω’ στο ιστορικό πλαίσιο της εποχής (τα γεγονότα που θα σας παρουσιαάσω σήμερα έπονται της Άλωσης-2 χρόνια αργότερα) μιλώντας και για τον ΘΠ. Ο Θ ήταν ο μικρότερος αδελφός του αυτοκράτορα ΚΠ. Ο Δημήτριος επίσης αδελφός τους. Πάντα είχαν κακές σχέσεις μεταξύ τους που κατέληξαν σε δυο εμφύλιους πολέμους στα χρόνια λίγο πριν την Άλωση. Γνωρίζουμε ότι ο Δημήτριος και ο Θωμάς είχαν διαφορετικούς ιδεολογικούς προσανατολισμούς και ήταν ισχυροί ανταγωνιστές. Ανθενωτικός και τουρκόφιλος ο πρώτος, υποστηρικτής της ένωσης των εκκλησιών και λατινόφιλος ο δεύτερος. Για αυτό τον λόγο ο Κωνσταντίνος αμέσως μετά τη στέψη του [1449] και προκειμένου να αποτραπούν εμφύλιες διαμάχες, τούς όρισε από κοινού δεσπότες στον Μοριά με διακεκριμένες περιοχές ευθύνης. Ο Δημήτριος διοικούσε το νοτιοανατολικό τμήμα του Δεσποτάτου με έδρα τον Μυστρά και ο Θωμάς το βορειοδυτικό με έδρα την Πάτρα και την Γλαρέντζα. Παρ’ όλα αυτά, οι αδελφοί Παλαιολόγοι ενεπλάκησαν αμέσως σε δυο εμφύλιες διαμάχες (1449-1450 ο πρώτος εμφύλιος, 1451 ο δεύτερος). Ανάμεσα στους εμφύλιους να θυμίσω ότι ανακαίνισαν την Παλαιά Μονή Ταξιαρχών Αιγιαλείας, όπου, κατά παραγγελία τους, απεικονίστηκε και η προσωπογραφία του αδελφού τους αυτοκράτορα ΚΠ.

Σύμφωνα λοιπόν με το Σύντομον Χρονικόν του ιστορικού-φίλου και συμπολεμιστή του ΚΠ, Γεωργίου Σφραντζή, {11} το 1460 ο λατινόφιλος δεσπότης του Μυστρά Θωμάς Παλαιολόγος, μικρότερος γιός του Μανουήλ Β’ και αδελφός του τελευταίου αυτοκράτορα του Βυζαντίου, αδυνατώντας να αντιμετωπίσει την επέλαση των Οθωμανών στην Πελοπόννησο, κατέφυγε στην Ιταλία έχοντας μαζί του την Κάρα του αποστόλου με σκοπό να την δωρίσει στον πάπα Πίο Β’ προκειμένου αυτός να τον στηρίξει οικονομικά και πολιτικά για να ανακτήσει την εξουσία. Ο Πίος Β’, κατά κόσμον Enea Silvio Piccolomini, υπήρξε επιφανής πάπας και διαπρεπής λόγιος. Είχε πολιτικό σχέδιο να ηγηθεί μιας νέας Σταυροφορίας των χριστιανών της Δύσης κατά των Οθωμανών {12}. Η φυγή του Θωμά Παλαιολόγου στην Ιταλία εξυπηρετούσε αυτόν τον σχεδιασμό, η δε απόκτηση της Κάρας του Πρωτοκλήτου, ένα δώρο φορτισμένο με υψηλό συμβολισμό, πέραν της θρησκευτικής σημασίας, θα απέφερε αίγλη πολιτική στον Ποντίφηκα. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Πίος στο αυτοβιογραφικό έργο του Commentarii, που αποτελεί αξιόπιστη πηγή για την άφιξη και τη παραμονή του Θωμά Παλαιολόγου στην Ιταλία,  ο δεσπότης μετέφερε την Κάρα  «Διότι δεν ήθελε να εγκαταλείψει στους εχθρούς έναν τόσο πολύτιμο θησαυρό». 

Συνδυάζοντας τις πληροφορίες που δίνουν το Χρονικόν του Σφραντζή και τα Commentarii του πάπα Πίου Β’ μπορούμε με σχετική ασφάλεια να παρακολουθήσουμε το ταξίδι του Θωμά Παλαιολόγου, {13} τη χρονική διάρκεια και τους σταθμούς του. Ο δεσπότης εγκαταλείπει το τελευταίο του προπύργιο την Καλαμάτα, ζητώντας καταφύγιο σε ενετικό έδαφος (Ναυαρίνο) και στη συνέχεια, με πλοία που του παραχώρησαν οι ενετικές αρχές, φεύγει από το Πόρτο Λόγγο (νήσος Σαπιέντζα), παραπλέει τις δυτικές ακτές της Πελοποννήσου, κάνει στάση στην Λευκάδα και φτάνει στους Κορυφούς (Κέρκυρα) στις 28/7/1460, όπου σύντομα τον ακολουθεί ο Σφραντζής.

Ο Πίος μνημονεύει ότι στην πορεία του ο Θωμάς σταμάτησε στην Πάτρα απ’ όπου πήρε την Κάρα του αποστόλου Ανδρέα, γεγονός που θεωρούν δεδομένο όσοι μελετητές (Ronchey, Σαράντη) έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Ο Σφραντζής όμως δεν αναφέρει στάση στην Πάτρα και αυτό είναι λογικό καθώς η πόλη είχε παραδοθεί στον Μωάμεθ Β’ ήδη από την άνοιξη του 1458 και οι προσπάθειες του δεσπότη να την ελευθερώσει απέτυχαν. Έχω διαφορετική άποψη και έχω υποστηρίξει ότι ο Θωμάς,  όσο η Πάτρα βρισκόταν ακόμη στον έλεγχό του αλλά ταυτόχρονα ο κίνδυνος της πτώσης της ήταν ορατός, ήδη το 1446 ο Μουράτ Β’ είχε καταλάβει και πυρπολήσει την κάτω πόλη δηλαδή πριν το 1458, πρέπει να είχε απομακρύνει την Κάρα από την πόλη. Η πολύ μεταγενέστερη των γεγονότων πληροφορία του κροάτη χρονογράφου του 17ου  αιώνα Giovanni di Marino Gondola ότι ο Θωμάς έστειλε το 1459 την Κάρα στην Ragusa (σημ.Dubrovnik) με τον πρεσβευτή του Giovanni Cerva για να τη διασώσει από τους Οθωμανούς, χωρίς να παραδίδεται από άλλη πηγή, συνηγορεί στην παραπάνω άποψη και εξηγεί τη σιγή του Σφραντζή  .

Ο Θωμάς θα παραμείνει στην Κέρκυρα σχεδόν τέσσερεις μήνες και στις 16/11/1460 φεύγει με ένα «κορυφιατικόν καραβόπουλον» για τον Αγκώνα (Ancona), όπου φτάνει στις αρχές του 1461. Ήταν ένα μακρύ και δύσκολο ταξίδι εξ αιτίας κυρίως των χειμερινών τρικυμιών στην Αδριατική που ανάγκαζαν προφανώς το πλοίο του να καταφεύγει σε ασφαλή λιμάνια. Αυτά τα αγκυροβόλια βρίσκονταν στις ακτές της Δαλματίας, στα ανοιχτά των οποίων γινόταν η συνήθης ρότα των πλοίων ήδη από την αρχαιότητα. Από την Κέρκυρα τα καράβια είτε κατευθύνονταν απευθείας στα παράλια της Απουλίας, είτε έπλεαν παράλληλα με τις ακτές της Ηπείρου και της Δαλματίας έως το Zadar και από εκεί διέπλεαν στον Αγκώνα. Ο Θωμάς ακολούθησε το δεύτερο δρομολόγιο και προτίμησε να πλεύσει κοντά στις δαλματικές ακτογραμμές, στα λιμάνια της οποίας μπορούσε να αγκυροβολήσει, όπως έκανε στη φιλική του Ragusa, ανεξάρτητη πόλη-κράτος και σημαντικότερο λιμάνι της Δαλματίας.

Πράγματι, σύμφωνα με τον ραγουζαίο χρονογράφο Giacomo Luccari, που αφηγείται τα γεγονότα το 1605, ο Θωμάς σταμάτησε στην ακμάζουσα πόλη και εξέθεσε σε λαϊκό προσκύνημα την Κάρα του αγίου Ανδρέα «μέσα σε ένα χρυσό δίσκο/λεκάνη». Η πληροφορία αυτή επιτρέπει να συμπεράνουμε ότι το ιερό λείψανο φυλασσόταν ακόμη σε ένα ανοιχτό σκεύος, το οποίο επ’ουδενί παραπέμπει σε ανθρωπόμορφη λειψανοθήκη που γνωρίζουμε. Από την Ragusa ο Θωμάς πλέει στον Αγκώνα, όπου τον υποδέχεται ο καρδινάλιος Alessandro Oliva που θα συνοδεύσει την Κάρα στην οχυρωμένη πόλη  Narni. Δείχνω χάρτη  {14} Εκεί το ιερό λείψανο θα παραμείνει  περισσότερο από ένα χρόνο, έως ότου λήξουν οι συγκρούσεις στα περίχωρα της Ρώμης των συμμάχων του Πάπα με τους εχθρούς του και καταστεί η μεταφορά του ασφαλής. Ο Θωμάς έφτασε στη Ρώμη στις 7/3/1461  χωρίς την Κάρα [εμφύλιος Πάπα και κρατιδίων]. Το ιερό λείψανο παραδόθηκε τελικά στον Πάπα σε λαμπρή τελετή, στην γέφυρα Milvio {15} όραμα Μ. Κωνσταντίνου παρουσία του καρδινάλιου Βησσαρίωνα, στις 12 Απριλίου 1462 και δυο χρόνια αργότερα, η Kάρα - μικρό οστό από κρανίο - τοποθετήθηκε στη βασιλική του Αγίου Πέτρου μέσα σε νέα όμως λειψανοθήκη {16}, την οποία ο Πάπας παρήγγειλε στον φλωρεντινό γλύπτη και χρυσοχόο Simone di Giovanni Ghini.  Ο Πίος έστειλε την λειψανοθήκη  με την οποία ο Θωμάς Παλαιολόγος είχε μεταφέρει την Kάρα στην Ιταλία, στην γενέτειρά του Pienza. με τμήμα της σιαγώνας του αποστόλου. Εκεί παρέμεινε έως το 1964 οπότε επεστράφη στην Πάτρα. Στη θέση της στο επισκοπικό μέγαρο [μουσείο] της Pienza, ο Πάπας Παύλος ΣΤ’ απέστειλε τη λειψανοθήκη της Κάρας του Αποστόλου που είχε κατασκευάσει ο Simone di Giovanni Ghini. Εκεί εκτίθεται έως σήμερα.

Πέραν όμως των πληροφοριών που δίνουν οι γραπτές πηγές, υπάρχουν και εικαστικές απεικονίσεις των γεγονότων που σχετίζονται με την μεταφορά της Κάρας του Πρωτοκλήτου και οι οποίες επιβεβαιώνουν την μορφή της λειψανοθήκης, μέσα στην οποία παραδόθηκε στον Πάπα (δηλ. ανθρωπόμορφη). Η πρώτη μαρτυρία έχει ιδιαίτερη σημασία γιατί είναι σχεδόν σύγχρονη με τα γεγονότα, καθώς προέρχεται από το ταφικό μνημείο του Πίου στο ναό  San Andrea della Valle στη Ρώμη, κατασκευασμένο από τον Paolo Romano κατά τα έτη 1465-1470. {17} Σε αυτό ο Πάπας εικονίζεται να παραλαμβάνει από τον Βησσαρίωνα την Κάρα, μέσα σε μια ανθρωπόμορφη λειψανοθήκη, ενώ στο δεξί άκρο της ανάγλυφης παράστασης, {18} ο ευθυτενής άρχοντας με το χαρακτηριστικό καπέλο έχει ταυτιστεί με τον Θωμά Παλαιολόγο.

Η δεύτερη μαρτυρία χρονολογείται έναν αιώνα αργότερα, όταν το 1583 o Φλαμανδός ζωγράφος, Bernard Rantwyck, κατά παραγγελία του επισκόπου Francesco Maria Piccolomini, απόγονου του  Πίου B’, αποτυπώνει σε πέντε πίνακες το ταξίδι της Κάρας από την Πάτρα στη Ρώμη, ακολουθώντας πιστά την περιγραφή των γεγονότων από τα Commentarii του Πάπα. Οι πίνακες διακοσμούσαν το, αφιερωμένο στον απόστολο Ανδρέα, παρεκκλήσι της οικογένειας Piccolomini στη Σιένα. {19} Στον πρώτο πίνακα απεικονίζεται ο Θωμάς να αναχωρεί από το λιμάνι της Πάτρας κρατώντας την  λειψανοθήκη. {20} Στον δεύτερο, η άφιξη στον Αγκώνα και η παραλαβή της από τον καρδινάλιο Alessandro Oliva, {21} στον τρίτο πίνακα, η μεταφορά της από την οχυρωμένη Νάρνη στη Ρώμη συνοδεία τριών καρδιναλίων, μεταξύ των οποίων και ο Βησσαρίων, {22} στον τέταρτο, η υποδοχή από τον Πάπα στη γέφυρα Milvio και στον τελευταίο, {23} η εν πομπή είσοδος του λειψάνου στη Ρώμη. Σε όλους τους πίνακες η λειψανοθήκη της Κάρας είναι ανθρωπόμορφη και χρυσή. Πρόκειται για την λειψανοθήκη που υπήρχε στο επισκοπικό μέγαρο της Pienza και προφανώς αντέγραψε ο Rantwyck, υποθέτοντας ότι μέσα σε αυτή ξεκίνησαν το ταξίδι τους τα ιερά λείψανα από την Πάτρα.

Σε αυτό το σημείο είναι απαραίτητη μια σύντομη αναφορά στη λατρεία των λειψάνων και πως διαμορφώθηκε στην Ανατολή [βυζαντινή αυτοκρατορία], αλλά  και στη Δύση.

Η διάδοση της λατρείας των λειψάνων ήδη από τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες είχε σαν αποτέλεσμα να γενικευτεί η χρήση των λειψανοθηκών στην λατρευτική πρακτική τόσο της ανατολικής όσο και της δυτικής Εκκλησίας. Τα λείψανα προσέδιδαν κύρος στον κάτοχό τους, γι αυτό τον λόγο κοσμικοί και εκκλησιαστικοί άρχοντες επεδίωκαν να τα αποκτήσουν. Με τις λειψανοθήκες τιμούσαν, προστάτευαν και μετέφεραν τα ιερά λείψανα. Κατασκευασμένες με πολύτιμα υλικά αποτέλεσαν σημαντικό τμήμα της καλλιτεχνικής παραγωγής του Μεσαίωνα. Η πρωιμότερη μορφή των λειψανοθηκών ήταν αυτή των κιβωτιδίων, {24}  με επίπεδο ή συχνότερα πυραμιδοειδές κάλυμμα που παραπέμπει σε σαρκοφάγο {25}. Στη λατινική Δύση οι λειψανοθήκες γνωρίζουν διαφορετική μορφολογική εξέλιξη. Μεγάλη διάδοση γνωρίζουν οι λεγόμενες ομιλούσες λειψανοθήκες {26} (πρωιμότερο σωζόμενο παράδειγμα θεωρείται το αλτάριο με το πέλμα του αγίου Ανδρέα (Καθεδρικός ναός, Trier, π. 977) αυτές δηλαδή που αποκτούν το σχήμα του μέρους του σώματος που εμπεριείχαν (κάρα, βραχίονας, παλάμη, πέλμα, κνήμη) μεταδίδοντας με αυτόν τον τρόπο άμεσα στους πιστούς το μήνυμα του περιεχομένου τους {27}.

Ο ανθρωπόμορφος τύπος λειψανοθήκης, όπως προκύπτει από τις πηγές, δημιουργήθηκε στην νότια Γαλλία το τελευταίο τέταρτο του 9ου αιώνα, όπου το παλαιότερο σήμερα σωζόμενο παράδειγμα ανάγεται στα τέλη του 9ου/αρχές 10ου αιώνα (αγαλματίδιο-λειψανοθήκη με ολόσωμη μορφή της αγίας Foy, Αββαείο της Conques). Κατά τον 12ον αιώνα τα παραδείγματα των ανθρωπόμορφων λειψανοθηκών εκτός από την Γαλλία κάνουν την εμφάνισή τους στην Ιταλία και τη Γερμανία. Διακρίνονται δυο τύποι: {28} είτε ημίσωμη απεικόνιση των αγίων, είτε μόνο η κεφαλή τους στηριγμένη σε κωνικό λαιμό {29} ή σπανιότερα αλτάριο φορητή αγία τράπεζα.

Η γενικότερη αύξηση της παραγωγής λειψανοθηκών στη Δύση έχει συνδεθεί με τη λεηλασία της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους και την επακόλουθη μεταφορά στη Δύση μεγάλου αριθμού ιερών λειψάνων, που είχε σαν αποτέλεσμα, λόγω ζήτησης, την ανάπτυξη του εμπορίου τους.

{30} Η Λειψανοθήκη της Κάρας του Αποστόλου Αντρέα είναι μια ομιλούσα λειψανοθήκη, ένα έργο που ανήκει στη δυτική μεσαιωνική καλλιτεχνική παράδοση, όχι μόνο σαν θρησκευτική λειτουργική πρακτική, αλλά και σαν μορφολογία. Eίναι κατασκευασμένη από επιχρυσωμένο (Χρυσός 24κ. Από το ίδιο κράμα είναι κατασκευασμένος και ο κορμός παρά το διαφορετικό του χρώμα που οφείλεται στη μείωση της επιχρύσωσης, προφανώς εξ αιτίας των αγγιγμάτων των πιστών και τον επακόλουθο καθαρισμό) άργυρο, όπως η συντριπτική πλειοψηφία αυτού του είδους των μεσαιωνικών λειψανοθηκών, με την τεχνική repoussé (σφυρήλατη). Στο εσωτερικό, όπως φανερώνουν τα ίχνη (πίσω 3 καρφιά), {31} υπήρχε ξύλινος πυρήνας, υποδοχέας του λειψάνου. Πρόκειται για γνωστή κατασκευαστική πρακτική που χρησιμοποιείται σε μεταλλικά εκκλησιαστικά αντικείμενα και γνωρίζει ευρεία εφαρμογή στις λειψανοθήκες από το τέλος του 12oυ/αρχές 13ου αιώνα (Χαρακτηριστικοί οι ξύλινοι πυρήνες των λειψανοθηκών των αγίων Εustace (British Museum) {32} και Aredius/Yrieix {33} (MET), καθώς ο ξύλινος πυρήνας βοηθούσε στη διατήρηση του σχήματος της λειψανοθήκης, το λεπτό μέταλλο της οποίας ήταν εύκολο να λυγίσει αν πιεζόταν.

Η λειψανοθήκη  αποτελείται από τρία τεμάχια: {34} τον χαμηλό κορμό που «κόβεται» κάτω από τους ώμους και τα δυο τμήματα της κεφαλής. Η κεφαλή ανοίγει κατά την κατακόρυφη έννοια και διαχωρίζεται σε δυο τμήματα, στο πρόσωπο και το κρανίο, τα οποία συνδέονται μεταξύ τους με έξι ορειχάλκινους στροφείς, τοποθετημένους πίσω από τα αυτιά και στην κορυφή του κρανίου. Εισχωρεί στον κορμό και βιδώνεται με εννέα βίδες στην περιοχή του αυχένα. Στην κορυφή του κρανίου υπάρχει ορθογώνια θυρίδα απ’ όπου ήταν ορατό το ιερό λείψανο. Δεν υπάρχουν μεταγενέστερες προσθήκες και αλλοιώσεις.

Η μορφή του αποστόλου αποδίδεται κατ’ ενώπιον, με τη γενειάδα να καλύπτει τον λαιμό. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου αποδίδονται με δυο τεχνικές: σφυρήλατα και εγχάρακτα. Στο μακρόστενο πρόσωπο που στενεύει αισθητά προς τα κάτω, χαράσσονται τα αμυγδαλωτά μάτια με στρογγυλές κόρες και λεπτές κοντές βλεφαρίδες {35}.Η δήλωση των μαλλιών περιορίζεται σε δυο καμπυλόγραμμα τμήματα πάνω από το χαμηλό μέτωπο, {36} χωρίς να καλύπτεται ολόκληρο το κρανίο, το πίσω μέρος του οποίου αποδίδεται χωρίς μαλλιά. {36} Το τελευταίο σπάνιο χαρακτηριστικό μπορεί να ερμηνευτεί μόνο από την ύπαρξη αντίστοιχου προτύπου. 

{37 καλή} Τεχνοτροπικά την λειψανοθήκη διακρίνει έντονη σχηματοποίηση στη διαπραγμάτευση της τριχοφυΐας και των συνοπτικά αποδοσμένων χαρακτηριστικών. Η φυσιογνωμία του αποστόλου είναι αυστηρή και απαθής, σαν προσωπείο. Το χαμηλό ανάγλυφο επιτείνει αυτή την εντύπωση. Την ίδια αντίληψη με μορφές ανέκφραστες, αυστηρές και άκαμπτες εκφράζουν, ανεξαρτήτως του τόπου κατασκευής τους, στη γοτθική μεταλλοτεχνία του 13ου και του 14ου αιώνα οι ανθρωπόμορφες λειψανοθήκες, {38} έργα ταυτόχρονα γλυπτικής και μεταλλοτεχνίας.

Από το δεύτερο μισό του 14ου αιώνα όμως μια νέα αντίληψη εμφανίζεται στην απόδοση των μορφών των λειψανοθηκών: τα πρόσωπα αποκτούν εξατομικευμένα χαρακτηριστικά, έκφραση συχνά βασανισμένη, με ρυτίδες στα μέτωπα, ενώ τα μαλλιά και οι γενειάδες αποδίδονται με τρόπο φυσιοκρατικό.  Η ρεαλιστική αυτή τάση κυριαρχεί τον 15ον αιώνα προαναγγέλλοντας τα χαρακτηριστικά της αναγεννησιακής τέχνης και δημιουργώντας πραγματικά πορτραίτα {39} (Χαρακτηριστική η λειψανοθήκη αγ. Rossore, έργο του Donatello).

Στη συνέχεια των παραπάνω διαπιστώνουμε ότι τα μορφολογικά-κατασκευαστικά και τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά της λειψανοθήκης του αποστόλου Ανδρέα έχουν έντονες ομοιότητες με δυο διακριτές ομάδες λειψανοθηκών:

Α. Η πρώτη {40} αφορά σε αντίστοιχα έργα της ιταλικής μεταλλοτεχνίας του 14ου και ιδίως του 15ου αιώνα. Συγκεκριμένα, τα κοινά στοιχεία είναι ο απλός χαμηλός κορμός  // ο τρόπος που άνοιγε  η λειψανοθήκη προκειμένου να είναι ορατά τα ιερά λείψανα // ο τρόπος απόδοσης των χαρακτηριστικών των αγίων που παραπέμπει σε προσωπείο με ιδιαίτερη έμφαση στα μάτια. Αξίζει να επισημανθεί η μεγάλη ομοιότητα της λειψανοθήκης που παρουσιάζουμε με αυτή του αγίου Teobaldo ακριβώς χρονολογημένη (χαμηλό αδιακόσμητο μπούστο, σχήμα κεφαλής, σχηματοποιημένα χαρακτηριστικά, κρανίο χωρίς τριχοφυΐα,  κατακόρυφο άνοιγμα λειψανοθήκης και όμοια θυρίδα στην κορυφή).

Εκτός όμως από τις ιταλικές λειψανοθήκες, η λειψανοθήκη της Κάρας του αποστόλου Ανδρέα παρουσιάζει ουσιαστικές ομοιότητες με μια Β. δεύτερη ομάδα λειψανοθηκών του 14ου - πρώτου μισού 15ου αιώνα, δαλματικής προέλευσης {41}, οι οποίες εντάσσονται στην ίδια «αρχαΐζουσα» τεχνοτροπική τάση, με πλησιέστερες αυτές που εκτίθενται στη Μονή Βενεδικτίνων Αγίας Μαρίας στο Zadar: πάπα Συλβέστρου (1367). Σε ορισμένες δαλματικές λειψανοθήκες που χρονολογούνται στο δεύτερο μισό 14ου αιώνα, εντοπίζουμε ακόμη και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της λειψανοθήκης του αγίου Ανδρέα (έλλειψη τριχοφυΐας στο κρανίο και ύπαρξη βλεφαρίδων) {42}. Θα πρέπει να σταθούμε όμως στην περίπτωση της λειψανοθήκης του πάπα Συλβέστρου και οι μεγάλες ομοιότητές της με την λειψανοθήκη του Πρωτοκλήτου (ανέκφραστο μακρόστενο πρόσωπο πλατύτερο στο πάνω μέρος που στενεύει προς τα κάτω, χαμηλό ανάγλυφο, κρανίο χωρίς τριχοφυΐα, εγχάρακτες κόρες οφθαλμών, αυτιά μεγάλα σχηματοποιημένα, ύπαρξη ξύλινου εσωτερικού υποδοχέα του λειψάνου και  άνοιγμα στην κορυφή για τη θέασή του). Αυτές οι ομοιότητες επιτρέπουν την υπόθεση ότι οι δυο λειψανοθήκες ανάγονται σε κοινό πρότυπο.

Η εντυπωσιακή ομοιότητα ως προς την μορφολογία, την τεχνοτροπία και τα κατασκευαστικά χαρακτηριστικά, που διαπιστώνεται, όπως είδαμε προηγουμένως, ανάμεσα στην λειψανοθήκη του αγίου Ανδρέα και σε ιταλικές λειψανοθήκες του 15ου αι. και δαλματικές 14ου αι., οδηγεί στην υπόθεση ότι το κοινό πρότυπο όλων αυτών των έργων ανάγεται στο δεύτερο μισό 14ου αιώνα και ήταν ιταλικής προέλευσης.

Η ανάλυση των χαρακτηριστικών της λειψανοθήκης του αποστόλου Ανδρέα και τα πλησιέστερα παράλληλα που μόλις αναφέρθηκαν, επιτρέπουν την χρονολόγησή της στα μέσα του 15ου αιώνα, συγχρόνως δηλαδή με τα ιστορικά γεγονότα με τα οποία συνδέεται, και την ένταξή της σε ένα συντηρητικό καλλιτεχνικό ρεύμα της όψιμης γοτθικής περιόδου, κοινό σε ολόκληρη την ιταλική χερσόνησο, που επηρεάζει και την απέναντι ακτή της Αδριατικής καθώς οι ιταλοί καλλιτέχνες της εποχής βρίσκονταν σε συνεχή μετακίνηση ανάμεσα στις διάφορες πόλεις-κράτη της Ιταλίας, περνούσαν στη Δαλματία όπου ζούσαν και εργάζονταν, με αποτέλεσμα οι πολιτιστικές ανταλλαγές να κυριαρχούν σε όλους τους τομείς της τέχνης.

ΑΡΑ Θεωρώντας ότι η Κάρα του Πρωτοκλήτου στην Πάτρα φυλασσόταν πιθανότατα σε κιβωτίδιο, τον πλέον διαδεδομένο τύπο λειψανοθήκης στο Βυζάντιο, και λαμβάνοντας υπόψη τις πηγές της εποχής από τις οποίες προκύπτει ότι το ιερό λείψανο στην Ragusa εκτίθετο σε ανοιχτό σκεύος, ενώ στον Αγκώνα έφτασε μέσα στην ανθρωπόμορφη λειψανοθήκη, πιστεύω ότι η λειψανοθήκη με την οποία ο δεσπότης Θωμάς Παλαιολόγος παρέδωσε την Κάρα στον Πάπα Πίο Β’, κατασκευάστηκε στη διάρκεια του ταξιδιού του, καθώς φαίνεται λογικό να θέλει αποβιβαζόμενος στην Ιταλία να επιδείξει την Κάρα σε λειψανοθήκη που να συνάδει με την δυτική λατρευτική παράδοση. Η Ragusa, σταυροδρόμι πολιτισμών, κέντρο μεταλλοτεχνίας και εμπορίου χρυσού και αργύρου είναι ο επικρατέστερος τόπος κατασκευής της.. Στη Ragusa είναι έντονη η επίδραση της μεταλλοτεχνίας της βόρειας και νότιας Ιταλίας, με τους ραγουζαίους χρυσοχόους να εξάγουν τα έργα τους στην Ιταλία. Από τον καθεδρικό ναό της Ragusa προέρχεται μια  λειψανοθήκη κάρας του αποστόλου Ανδρέα {43}, έργο του δεύτερου μισού 14ου αιώνα, που μαρτυρεί την ύπαρξη συγκεκριμένου εικονογραφικού τύπου του Πρωτόκλητου στα εργαστήρια της πόλης (μορφή στιβαρή σε χαμηλό ανάγλυφο και έντονη σχηματοποίηση χαρακτηριστικών, πρόσωπο που στενεύει προς τα κάτω, κρανίο χωρίς τριχοφυΐα, μαλλιά χωρισμένα στη μέση, γενειάδα με συνεχείς βοστρύχους, άνοιγμα κεφαλής κατά την κατακόρυφη έννοια). Τον ίδιο τύπο ακολουθεί η λειψανοθήκη της Κάρας του αποστόλου Ανδρέα, η οποία όμως είναι κατώτερη των προτύπων της, γεγονός που πιθανόν οφείλεται είτε στην έλλειψη χρόνου (στη Ragusa ο Θωμάς έμεινε μικρό διάστημα) που ανάγκασε τον χρυσοχόο να απλουστεύσει την κατασκευή της (τα χαρακτηριστικά αποδίδονται εγχάρακτα και όχι σφυρήλατα), είτε στην έλλειψη χρημάτων που δεν επέτρεψε στον Θωμά Παλαιολόγο να αναθέσει την κατασκευή της σε έναν πρώτης σειράς τεχνίτη. Είναι γνωστή άλλωστε η κακή οικονομική κατάσταση του τελευταίου δεσπότη του Μυστρά. Ο Σφραντζής γράφει σχετικά: « δεσπότης κρ Θωμς οδν λλο κατώρθωσεν ε μ τι δέδωκε τ πάπ Πί τν το γίου ποστόλου καί πρωτοκλήτου νδρέου κάραν, κκενος πρς αυτν πρς τ μόλις τ ζν μ τος ατο ατν κα μόνην τν ναγκαίαν τροφήν». Όσα χρόνια έζησε ο Θωμάς στην Ιταλία τον συντήρησαν  ο Πάπας και οι ιταλοί ηγεμόνες.

Από την προηγηθείσα ανάλυση προκύπτει ότι η λειψανοθήκη  της Κάρας του αποστόλου Ανδρέα που επεστράφη στην Πάτρα το 1964, είναι όντως αυτή μέσα στην οποία ο Θωμάς Παλαιολόγος παρέδωσε το ιερό λείψανο στον Πάπα το 1462. Πέραν της λατινοφιλίας του, λόγοι διπλωματικοί επέβαλαν στον δεσπότη να  παραδώσει την Κάρα μέσα σε δυτικότροπη λειψανοθήκη. Η Κάρα συνδέθηκε με ιστορικά γεγονότα και έγινε μέσο πολιτικής διαπραγμάτευσης για τον Θωμά που προσπάθησε να ωφεληθεί πολιτικά με το πρόσχημα της διάσωσης του ιερού λειψάνου από τους Οθωμανούς. Οι λαμπρές εκδηλώσεις στη Ρώμη για την υποδοχή της (1462) και οι λόγοι που εκφωνήθηκαν από τον Πάπα, αλλά κυρίως από τον καρδινάλιο Βησσαρίωνα, προαναγγέλλουν σαφώς την ανάληψη σταυροφορίας κατά των Τούρκων, των «σπονδοτάτων» και «πίστων χθρν», η οποία όμως ματαιώθηκε λόγω του αιφνίδιου θανάτου του Πίου (Αύγουστος 1464).  Ο Θωμάς Παλαιολόγος πέθανε το 1465 χωρίς ποτέ οι εκκλήσεις του για βοήθεια προς τους δυτικούς ηγεμόνες να εισακουστούν.

Σας ευχαριστώ πολύ