Τρίτη 1 Ιουλίου 2025
Πραγματοποιήθηκε χθες Δευτέρα 30 Ιουνίου η παρουσίαση της Β’ έκδοσης του αστυνομικού μυθιστορήματος του Γιώργου Κατσιπάνου με τίτλο «Εντολή Άνωθεν» από τις Εκδόσεις Βακχικόν και το Βιβλιοπωλείο "Βιβλιοτρόπιο" στο κτίριο του Τεχνικού Επιμελητηρίου Αιτωλ/νίας στο Αγρίνιο.
Για το βιβλίο μίλησαν η κα Ηρώ Καλέση, Φιλόλογος, ο κ. Στέλιος Μερμίγκης, Φαρμακοποιός του Νοσοκομείου Αγρινίου, αποσπάσματα από το βιβλίο διάβασε ο Αρχιτέκτονας Λεωνίδας Φραγκούλης και ο ίδιος ο συγγραφέας. Προλόγισε η κα Ματίνα Δάμπλια.
Η εισήγηση του Στέλιου Μερμίγκη:
«Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, θυμάμαι και μια φράση να αιωρείται πάνω από το Αγρίνιο - πότε σαν διαπίστωση, πότε σαν δικαιολογία, πότε σαν παράπονο: «σε αυτόν τον τόπο δεν γίνεται τίποτα». Μια κουβέντα που μοιάζει να έχει γίνει το βουητό της πόλης.
Μια κουβέντα που περνά από στόμα σε στόμα, από γενιά σε γενιά, και λειτουργεί σαν φίλτρο που θολώνει ό,τι αξίζει να φανεί καθαρά. Όμως δεν είναι αλήθεια. Ή, τουλάχιστον, δεν είναι όλη η αλήθεια. Το λέω αυτό όχι από αισιοδοξία του σαλονιού, αλλά από παρατήρηση της ζωής.
Γιατί εδώ, σ’ αυτή την πόλη, υπάρχουν χώροι, πρωτοβουλίες και άνθρωποι που διαψεύδουν στην πράξη αυτή την κουρασμένη επωδό.
Σήμερα βρισκόμαστε σε έναν χώρο που από μόνος του καταρρίπτει αυτή τη στερεοτυπική διαπίστωση. Το Μικρό Θέατρο, εδώ και πάνω από δεκαπέντε χρόνια, αποτελεί μια ζωντανή κυψέλη δημιουργίας και πολιτισμού.
Παραστάσεις που όχι μόνο δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από εκείνες της πρωτεύουσας, αλλά συχνά ξεπερνούν τις προσδοκίες και των πιο απαιτητικών θεατών. Πιο πέρα από εδώ, εκθέσεις φωτογραφίας - αποτέλεσμα αγάπης, μόχθου και μεράκι - φιλοξενούνται από ανθρώπους που αφιερώνουν τον εαυτό τους σε αυτή την τέχνη. Και με το πείσμα τους κατάφεραν να βάλουν το Αγρίνιο στον φεστιβαλικό χάρτη της φωτογραφίας, με εκδηλώσεις που δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από αντίστοιχες μεγάλων πόλεων. Λίγο παρακάτω, η μουσική σκηνή «Ανδρομέδα», εδώ και τριάντα χρόνια, μας χαρίζει αυθεντικές μουσικές βραδιές, φιλοξενώντας σπουδαίους καλλιτέχνες της ελληνικής σκηνής και αυτό γίνεται με πολύ κόπο και θυσίες συγκεκριμένων ανθρώπων.

Βιβλιοπωλεία - άλλα με βαθιά ιστορία, άλλα νεότερα - φέρνουν κοντά μας σημαντικούς συγγραφείς, δίνοντάς μας τη δυνατότητα να συναντήσουμε και να συνομιλήσουμε ουσιαστικά με ανθρώπους του βιβλίου, πράγμα σπάνιο και πολύτιμο. Εκθέσεις ζωγραφικής από ντόπιους καλλιτέχνες και η μικρή, αλλά θαυμαστή Δημοτική Πινακοθήκη, που μας φέρνει σε επαφή με σπουδαία έργα εικαστικών.
Γιατί τα λέω όλα αυτά, και τι σχέση έχουν με τον Γιώργο Κατσιπάνο; Σε κάποιους από αυτούς τους χώρους γνώρισα - και συχνά ξανασυναντούσα - τον Γιώργο. Πολυσχιδής, δραστήριος, ακούραστος. Άνθρωπος με πολλά ενδιαφέροντα, τα οποία ξεδίπλωνε με χαρά και συνέπεια σε κάθε γωνιά αυτής της πολιτιστικής ζωής, Τον είδα για πρώτη φορά να υποδύεται τον Δράκουλα, στο Μικρό Θέατρο, σε μια ευφάνταστη διασκευή της Κατερίνας - μια παράσταση που ακόμη θυμάμαι και γελάω.
Λίγο καιρό αργότερα, τον συνάντησα στις φωτογραφικές εκθέσεις της Art8, να ξεδιπλώνει το φωτογραφικό του ταλέντο. Άλλοτε τον έβλεπα να βάζει μουσική, με γούστο και σύγχρονη ματιά, άλλοτε να φωτογραφίζει παρουσιάσεις βιβλίων, και άλλοτε να διαβάζει αποσπάσματα σε τέτοιες παρουσιάσεις - όπως πρόσφατα, του Καλπούζου, στο Βιβλιοτρόπιο.
Η γνωριμία μας εξελίχθηκε γρήγορα σε φιλία και κοινή πολιτική διαδρομή, μέσα από το «Ανυπότακτο Αγρίνιο», αλλά και τη συμμετοχή μας σε κινηματικές δράσεις - όπως εκείνες στα δικαστήρια^ όταν παρεμβαίναμε για να αποτρέψουμε πλειστηριασμούς πρώτων κατοικιών. Τότε που οι διαδικασίες ήταν ακόμη δια ζώσης, και τα «κοράκια» δεν είχαν θωρακιστεί πίσω από την απρόσωπη ασφάλεια των ηλεκτρονικών συστημάτων.
Σήμερα, αυτός ο πολυτάλαντος άνθρωπος αποκτά μια ακόμη ιδιότητα, αυτή του συγγραφέα. Ο Γιώργος λάτρης της τοπικής ιστορίας, έχει ήδη δώσει δείγματα γραφής μέσα από τα podcasts του, όπου διηγείται άγνωστες ιστορίες από το βαρύ και δύσκολο παρελθόν του τόπου μας. Αυτή η αγάπη, αυτό το πάθος, τον οδήγησαν - όταν ήρθε σε επαφή με μία τέτοια ιστορία - να την αγκαλιάσει και να την μεταμορφώσει σε ένα λογοτεχνικό βιβλίο.
Είχε μάλιστα την ευφυΐα να του δώσει τη φόρμα του αστυνομικού μυθιστορήματος - και το λέω αυτό γιατί πιστεύω βαθιά ότι εδώ και πολλές δεκαετίες, το αστυνομικό είναι το κατεξοχήν κοινωνικό μυθιστόρημα. Είναι αυτό που, μέσα από την πλοκή και τον μύθο, μπορεί να θίξει τα μεγάλα κοινωνικά ζητήματα.
Έτσι και ο Γιώργος, επιλέγει να μας μιλήσει για τα πάθη των ανθρώπων της δεκαετίας του ‘40 - μιας ιστορικής περιόδου όπου τα γεγονότα δεν καθόρισαν απλώς ατομικές ζωές αλλά διαμόρφωσαν την εξέλιξη της χώρας και της κοινωνικής της οργάνωσης. Οι νικητές του Εμφυλίου, οι συνεργάτες των κατοχικών δυνάμεων, οι δοσίλογοι και οι τσολιάδες δεν άφησαν απλώς το αποτύπωμά τους - καθόρισαν σε μεγάλο βαθμό την οικονομική, κοινωνική, πολιτική και πολιτιστική πορεία της Ελλάδας μέχρι σήμερα.
Ο Γιώργος δεν γράφει απλώς ένα μυθιστόρημα. Ξεθάβει σιωπές, ξεπλένει λησμονημένες πληγές ξαναδίνει φωνή σε πρόσωπα που η ιστορία τα σκέπασε με τα βάρος της επίσημης εκδοχής.
Δεν στήνει απλώς μια πλοκή — στήνει ένα καθρέφτη απέναντί μας, Μας αναγκάζει να κοιταχτούμε, να δούμε από πού ερχόμαστε και ποιοι πραγματικά διαμόρφωσαν τη σκιά που ακόμα πέφτει πάνω μας… Με λόγο λιτό, αλλά αιχμηρό ο Γιώργος Κατσιπάνος δεν μας προσφέρει απλώς μια ιστορία, μας θυμίζει, με τρόπο υπόγειο και επίμονο, ότι αυτός ο τόπος —παρά την καταχνιά και τη σκόνη – έχει φωνή, έχει μνήμη, έχει ανθρώπους που επιμένουν να σκάβουν εκεί που οι άλλοι έχουν χτίσει τη λήθη, και τον ευχαριστώ γι' αυτό.

Ο γραπτός λόγος έχει δύναμη, δύναμη μεταμορφωτική και αυτό αποκαλύπτεται με την παρακάτω ιστορία. Στην Ισπανία όταν συμπληρώθηκαν 50 χρόνια από το θάνατο του σπουδαίου περουβιανού ποιητή Σεζάρ Βαγιέχο, τον οποίο εμείς κυρίως γνωρίσαμε από το τραγούδι Διάφανης του Θανάση Παπακωνσταντίνου, διοργανώθηκαν πάρα πολλές εκδηλώσεις στην μνήμη του με σεμινάρια εκδόσεις, εκθέσεις και φωτογραφίες του ποιητή και της εποχής του. Όλα αυτά έσβησαν με μιας όταν εμφανίστηκε ένας άνθρωπος εκεί ο Χοσέ Μανουέλ Καστανιόν. Ο Καστανιόν ήταν λοχαγός στον ισπανικό εμφύλιο με τον στρατό του Φράνκο. Είχε χάσει ένα χέρι και είχε κερδίσει πολλά μετάλλια για τη δράση του. Μια νύχτα και μετά τη λήξη του ισπανικού εμφυλίου πολέμου ο λοχαγός ανακάλυψε κατά τύχη ένα απαγορευμένο βιβλίο του Σεζάρ Βαγιέχο. Έσκυψε διάβασε ένα στίχο, διάβασε δυο στίχους και στη συνέχεια έμεινε ξάγρυπνος όλη τη νύχτα αιχμαλωτισμένος από τα ποιήματα του ποιητή των ηττημένων. Ξημερώνοντας αποκήρυξε το στρατό και αρνήθηκε να ξαναεισπράξει έστω και μια πεσέτα από το καθεστώς κ του Φράνκο. Κατόπιν το φυλάκισαν και πήρε το δρόμο της εξορίας/
Και για να γυρίσουμε πάλι στον λόγο που βρίσκομαι εδώ, αυτό οφείλεται μάλλον στην επαγγελματική μου ιδιότητα, νοσοκομειακός φαρμακοποιός γαρ...
Σας αποκαλύπτω, χωρίς να κάνω κάποιο spoiler ότι, ο ήρωας του βιβλίου, ο αστυνομικός, είναι χρόνιος λήπτης βρωμαζεπάμης, το γνωστό lexotanil για να διαχειρίζεται τις κρίσεις πανικού του. Εγώ θα τον έβαζα να παίρνει αλπραζολάμη, το γνωστό xanax, γιατί έχει μικρό χρόνο ημίσειας ζωής άρα αποβάλλεται πιο γρήγορα από τον οργανισμό…
Σας ευχαριστώ!»


Η ομιλία - τοποθέτηση του συγγραφέα Γιώργου Κατσιπάνου:
«Καλησπέρα κι από μένα. Ευχαριστώ όλους όσοι ήρθατε εδώ σήμερα. Εγώ θα ήθελα να ξεκινήσω κάπως αλλοπρόσαλλα αυτή την ομιλία. Αυτό το βιβλίο είναι αφιερωμένο σε τέσσερις ανθρώπους που υπήρχαν άλλος λίγο άλλος πολύ γύρω μου και έφυγαν από την ζωή σε σύντομο χρονικό διάστημα την εποχή που έγραφα το βιβλίο. Ο Διονύσης που όλοι έχουμε θαυμάσει την τέχνη του είτε μέσω του graffiti και του spray στους γκρίζους τοίχους αυτής της πόλης αλλά και σε καμβάδες με πινέλα. Ο Παναγιώτης που έφυγε πάνω στο καθήκον και ήταν ένας αγωνιστής των ιδεών του αλλά και της ζωής γενικότερα. Ο Αλέξης ο παλιοροκάς που αγαπούσε την μουσική και ήταν η χαρά της ζωής και ο Αντρέας Οδυσσέας των Razastarr που ένα αυτοκίνητο του έκοψε το νήμα της ζωής του και τον παράτησε στο δρόμο και να πετάξει προς τον ουρανό. Και οι τέσσερις συνέβαλαν ο καθένας από το μετερίζι του για να ολοκληρωθεί αυτό το βιβλίο και για αυτό αφιερώνεται σε αυτούς και στης ψυχής τους το ατέρμονο συμπαντικό ταξίδι.
Τώρα όσον αφορά το βιβλίο, την πλοκή τους χαρακτήρες μια ιδέα πήρατε και από τα αποσπάσματα αλλά και από τα λόγια των προηγούμενων ομιλητών που τους ευχαριστώ για την παρουσία τους σήμερα.
Το βιβλίο εξερευνά την επίδραση του παρελθόντος στο παρόν, εστιάζοντας στις συνέπειες των ιστορικών γεγονότων και τις μνήμες που μπορεί να τις θάβουμε αλλά παραμένουν σιωπηλές αλλά ζωντανές. Μέσα από την αστυνομική πλοκή ο αναγνώστης θα δει να αναδεικνύεται η σημασία της ιστορικής μνήμης αλλά και της δικαιοσύνης που στις μέρες μας είναι απούσα. Τα σημεία που διακρίνονται στο βιβλίο είναι:
1. Η σχέση παρελθόντος παρόντος
Αυτό που είναι κυρίαρχο θέμα στο βιβλίο είναι η επίδραση της Ιστορίας στο σήμερα. Η υπόθεση βασίζεται σε ένα άλυτο «τραύμα» του Εμφυλίου Πολέμου στην Άρτα το 1945 το οποίο επανέρχεται αιματοβαμμένο στο 2020.
Τα γεγονότα που νομίζουμε ξεχασμένα εξακολουθούν να επηρεάζουν πρόσωπα, ζωές, οικογένειες και κοινωνικές δομές. Το βιβλίο δεν χρησιμοποιεί την Ιστορία απλά ως σκηνικό. Αντιθέτως η Ιστορία λειτουργεί ως τραύμα που επιμένει να αιμορραγεί στο παρόν. Η μάχη της Άρτας, η εσωτερική διάσπαση της ελληνικής κοινωνίας κατά την περίοδο του εμφυλίου, λειτουργούν όχι μόνο ως παρελθοντικό γεγονός αλλά και ως ρηγματωμένος καθρέφτης όπου· αντανακλάται η σημερινή Ελλάδα.
Ο αναγνώστης θα έρθει αντιμέτωπος με τα ερωτήματα: Τι σημαίνει ξεχνώ και ποιο είναι το τίμημα;
Μπορεί να υπάρξει συμφιλίωση χωρίς αλήθεια; Πόσο πολιτικά επίκαιρη είναι η Ιστορία;

2. Η συλλογική και η ατομική ευθύνη
Ο τίτλος του βιβλίου και για αυτό επιλέχθηκε παραπέμπει σε μια δομή εξουσίας, όπου οι εντολές υπακούονται τυφλά - είτε αυτές είναι πολιτικές είτε στρατιωτικές ή ακόμα και ενδοοικογενειακές.
Θίγεται λοιπόν το ζήτημα της υπακοής χωρίς κρίσης και της συνενοχής κι όταν κάποιος απλά ακολουθεί διαταγές. Η φράση εντολή άνωθεν αποκτά πολυεπίπεδο χαρακτήρα.
Στρατιωτικά: θυμίζει το αυταρχικό δόγμα υπακοής και ιεραρχίας.
Πολιτικά: αφήνει υπόνοιες για συγκάλυψη, Θεσμική αναλγησία ή ακόμα και συνενοχή
Ψυχολογικά: σχετίζεται με την υποταγή στο πατρικό ή εθνικό πρότυπο με χαρακτήρες που συχνά δρουν όχι επειδή Θέλουν αλλά πρέπει.
3. Η αναζήτηση της Δικαιοσύνης
Η ιστορία, ας μου επιτραπεί η έκφραση, είναι εμποτισμένη με την έννοια της ηθικής αποκατάστασης.
Μια Ιστορία που δεν έχει σιγήσει ακόμα και ζητάει εκδίκηση ή δικαιοσύνη στο σήμερα. Το παρελθόν ουσιαστικά ζητάει λογαριασμό και το παρόν πρέπει να αναμετρηθεί με τις σκιές του. Τι είδους όμως δικαιοσύνη ζητάει το παρελθόν; Το μυθιστόρημα μοιάζει να υποστηρίζει πως η δικαιοσύνη χωρίς ιστορική συνείδηση είναι τυφλή, ενώ η μνήμη χωρίς κατανόηση μπορεί να γίνει αδίστακτος τιμωρός.
4. Το ανθρώπινο κόστος της ιστορικής αλήθειας.
Αξίζει να ξεθάψουμε το παρελθόν αν αυτό φέρνει μόνο πόνο; Οι χαρακτήρες του έργου πληρώνουν συναισθηματικά κοινωνικά και υπαρξιακά το τίμημα της αποκάλυψης. Κανείς δεν βγαίνει αλώβητα· Αυτό οδηγεί τον αναγνώστη σε έναν φιλοσοφικό στοχασμό πάνω στην τραγικότητα της γνώσης όπου η αλήθεια μπορεί να είναι λυτρωτική αλλά όχι απαραίτητα σωτήρια.
Η δομή του συγκεκριμένου μυθιστορήματος είναι τέτοια ώστε η αναζήτηση της αλήθειας να μοιάζει αναπόφευκτη, σχεδόν καρμική. Η ιστορική αλήθεια δεν εμφανίζεται ως λύτρωση, αλλά ως τραγικό καθήκον — ένα χρέος προς τους νεκρούς προς τη δικαιοσύνη, αλλά και προς τον ίδιο τον εαυτό. Δεν σώζει, δεν επουλώνει, δεν φέρνει ειρήνη. Είναι, απλώς, αναγκαία. Και αυτό είναι το μήνυμα του βιβλίου: ότι υπάρχουν αλήθειες που πρέπει να ειπωθούν, ακόμη κι αν κοστίσουν — σχέσεις, βεβαιότητες, ακόμη και την ψυχική ισορροπία των ηρώων.
Αν λάβετε το μήνυμα διαβάζοντας αυτό το βιβλίο εγώ προσωπικά θα είμαι ευτυχισμένος. Σας ευχαριστώ!»


Η Φιλόλογος Ηρώ Καλέση, αναφέρθηκε στα κεφάλαια και στην πλοκή του μυθιστορήματος, αναφέροντας τα εξής:
«Εντολή Άνωθεν» ο τίτλος του βιβλίου και μιας και πρόκειται για αστυνομικό μυθιστόρημα θα πρέπει να φτάσουμε ως την τελευταία σελίδα για να καταλάβουμε για ποιο λόγο επιλέχθηκε ο τίτλος αυτός.
Ο κεντρικός ήρωας είναι ένας σύγχρονος άνθρωπος, ένας αστυνομικός που πήρε την απόφαση μαζί με τη γυναίκα του να εγκατασταθούν στην πόλη που γεννήθηκε εκείνη. Στο Αγρίνιο λοιπόν του 2020 ο υπαστυνόμος Χαριτόπουλος που παλεύει με κρίσεις πανικού προσπαθεί να χτίσει τη ζωή του.
Νιώθοντας πλήξη στην καθημερινότητά του ψάχνει την έξαψη σε μικρά πράγματα: στον μοντελισμό και τη μουσική, είναι λάτρης μαθαίνουμε του ΒΒ King.
Έτσι λοιπόν σε μια πόλη που νόμιζε πως του εγγυάται ησυχία και ηρεμία θα χρειαστεί να ακολουθήσει τα νήματα μιας περίεργης δολοφονίας.
Συγκεκριμένα όταν στο Στάνο Αμφιλοχίας ένας βοσκός εντοπίζει δύο πτώματα με περίεργες ενδείξεις: μια κονκάρδα, ένα σημείωμα και χαραγμένες λέξεις στα σώματά τους ο Χαριτόπουλος θα αναλάβει την εξιχνίαση του εγκλήματος. Η έρευνά του θα τον οδηγήσει σύντομα στην Άρτα του 1945. Στα γεγονότα του εμφυλίου. Δεν είναι όμως τα ίδια τα γεγονότα που θα απασχολήσουν τόσο τον συγγραφέα. Στο βιβλίο αυτό «Εντολή Άνωθεν» η ιστορική αφήγηση πλαισιώνει το κεντρικό γεγονός συνδέεται με το προς διαλεύκανση έγκλημα αλλά πολύ περισσότερο μας συστήνει χαρακτήρες εκείνης της περιόδου, ήρωες που κάποιοι όπως ο Ανέστης ούτε μπορούν αλλά ούτε και θέλουν να έχουν σχέση με τον πόλεμο.
Θα έρθουμε αντιμέτωποι κι εμείς οι αναγνώστες με τα πραγματικά τραύματα και τις ανοιχτές πληγές του πολέμου αυτού. Θα παρακολουθήσουμε όχι τον πόλεμο, αλλά την προσπάθεια την αγωνιώδη προσπάθεια των ανθρώπων που μένουν πίσω, των οικογενειών να επιβιώσουν. Έτσι θα γνωρίσουμε την γερόντισσα, τη γυναίκα του ταγματάρχη τη μάνα των ορφανών.
Ο χρόνος της αφήγησης θα κινηθεί πιο κοντά στο σήμερα αλλά και πάλι στο παρελθόν κι αυτή τη φορά θα μεταφερθούμε στη Σπάρτη των ’90ς για να γνωρίσουμε τον Υπαστυνόμο. Θα τον παρακολουθήσουμε να μεγαλώνει, να διαμορφώνεται μέσα από τη μουσική θα τον δούμε να βιάζεται να γίνει άντρας ενώ είναι ακόμη αγόρι. Οξυδερκής από τότε, εσωστρεφής και άτολμος. Ο πρώτος του έρωτας εκεί στη Σπάρτη, η Μαρία, θα τον αφήσει κενό και μόνο. Στην Άρτα όμως αναζητώντας τον δολοφόνο αυτού του πρωτοφανούς για την περιοχή εγκλήματος θα του δοθεί η ευκαιρία να λύσει το δικό του προσωπικό μυστήριο. Παράλληλα λοιπόν με το μυστήριο του φόνου βλέπουμε τους χαρακτήρες να εξελίσσονται στο κοινωνικό πολιτικό πλαίσιο της σύγχρονης Ελλάδας. Η γερόντισσα του 1945 θα μάθει γράμματα θα δώσει πανελλήνιες και θα πετύχει. Θα αρρωστήσει και κλεισμένη σ’ ένα διαμέρισμα πια, στην Παπαστράτου, θα προσπαθήσει να κρατήσει την επαφή με την καθημερινότητά της γράφοντας ημερολόγιο.

Το «Εντολή άνωθεν» ξετυλίγει μια πλοκή με γρήγορο ρυθμό, αγωνία και καλά μελετημένες ανατροπές. Από τις πρώτες σελίδες, ο αναγνώστης μεταφέρεται σε έναν κόσμο όπου η εξουσία και οι σκοτεινοί μηχανισμοί του κράτους συγκρούονται με την ηθική και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Ο συγγραφέας κρατά σταθερή την ένταση, χτίζοντας την αγωνία με κάθε νέα αποκάλυψη, χωρίς όμως να χάνει την αληθοφάνεια της ιστορίας. Η πλοκή συνδυάζει αστυνομικά στοιχεία με πολιτικά υπονοούμενα, ενώ η διαχείριση του χρόνου είναι αποτελεσματική - με φλας μπακ που εμβαθύνουν το παρελθόν των χαρακτήρων χωρίς να αποσπούν.
Οι χαρακτήρες είναι πολυδιάστατοι, με ξεκάθαρα κίνητρα και πειστική ψυχολογική εξέλιξη. Ο πρωταγωνιστής - ένας άνθρωπος παγιδευμένος ανάμεσα στο καθήκον και τη συνείδησή του - αποτυπώνεται με εσωτερικές συγκρούσεις και ρεαλιστικά διλήμματα, που τον καθιστούν άκρως ανθρώπινο. Οι δευτερεύοντες χαρακτήρες δεν λειτουργούν απλώς ως βοηθητικοί ρόλοι διαθέτουν δική τους φωνή και σκοτεινά ή φωτεινά κίνητρα που εμπλουτίζουν το μυθιστόρημα. Ο συγγραφέας αποφεύγει τα στερεότυπα, επενδύοντας σε γκρι περιοχές όπου το δίκαιο και το άδικο συγχέονται.
Έτσι λοιπόν ενώ αναφερόμαστε σ' ένα αστυνομικό μυθιστόρημα που επιτυγχάνει με τις ανατροπές του να διατηρεί έντονο το ενδιαφέρον των αναγνωστών για το έγκλημα που με τη σκοτεινή και αποπνικτική ατμόσφαιρα που δημιουργεί ο συγγραφέας, ο αναγνώστης πότε βρίσκεται κοντά στη λύση και πότε απομακρύνεται, οι ίδιοι οι χαρακτήρες τον βιβλίου βρίσκουν χώρο να αναπτυχθούν και να ολοκληρωθούν λογοτεχνικά είτε στο σήμερα είτε στο χτες.
Για μένα προσωπικά αυτή η αναγνωστική διαδρομή δεν τέλειωσε στο ποιος και πώς διεπράχθη το έγκλημα αλλά γιατί Αναζήτησα τους βαθύτερους λόγους που οδήγησαν τον ή τους δράστες στο έγκλημα. Γύρεψα μέσα μου να τους δικαιολογήσει και αυτό η δική μου συνομιλία με το κείμενο μου το επιτρέπει γιατί είδα πως μπορεί κάποια εγκλήματα να μένουν θαμμένα αλλά θα ‘ρθει η ώρα που η ιστορία θα τα ξυπνήσει».
