Παρασκευή 30 Μαΐου 2025
Άρθρο του Άγγελου Κωβαίου (Protagon.gr)
Η απάτη με τις αγροτικές επιδοτήσεις είναι παλιά, όσο και η συμμετοχή της Ελλάδας στην ΕΟΚ και την ΕΕ. Σήμερα ο πρωτογενής τομέας παρακμάζει, ενώ θα μπορούσε να αναπτύσσεται, παίρνοντας ώθηση από τη «βαριά βιομηχανία» μας, αντί να υπονομεύεται από αυτήν.
Το θέμα του ΟΠΕΚΕΠΕ και των επιδοτήσεων για καλλιέργειες-μαϊμού, κοπάδια-μαϊμού και αγροτικές δραστηριότητες-μαϊμού, είναι τοις πάσι γνωστό, δεν είναι καινούργιο. «Τοις πάσι» σημαίνει εν προκειμένω: Όσους εισέπρατταν το ευρωπαϊκό χρήμα με ψευδείς δηλώσεις και βεβαιώσεις, όσους μεσολαβούσαν για τις επιδοτήσεις και όσους επωφελούνταν με όποιον παράπλευρο και δυνατό τρόπο από αυτό το αλισβερίσι.
Με λίγα λόγια, «τοις πάσι» σημαίνει: πολιτική τάξη και ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού της χώρας, μεταξύ των οποίων φυσικά και η διαβόητη τάξη των αγροτοσυνδικαλιστών, που κατά καιρούς θεωρούσαν ότι θα γίνονταν ήρωες και πρωταγωνιστές ενός νέου «Κιλελέρ» – με την ασφάλεια των επιδοτήσεων, βεβαίως. Είτε αρέσει, είτε όχι, αυτή είναι ίσως η πλέον χαρακτηριστική και αντιπροσωπευτική περίπτωση του «μαζί τα φάγαμε» του αείμνηστου Πάγκαλου.
Έχει γραφτεί, αναφερθεί και αναλυθεί εκατοντάδες, ίσως και χιλιάδες φορές στη διάρκεια των 45 ετών της συμμετοχής της Ελλάδας στην ΕΟΚ και την ΕΕ, τι βάθος έχει αυτό το πρόβλημα και πόσο διαβρωτικό υπήρξε – και εξακολουθεί να είναι. Και το γεγονός ότι σήμερα επανέρχεται και συνεχίζει να συμβαίνει, έπειτα από την περιπέτεια των μνημονίων, δίνει δίκαιο σε όσους επιμένουν να είναι απαισιόδοξοι, πιστεύοντας ότι σε αυτή τη χώρα δεν υπάρχει ελπίδα και σωτηρία.
Τι σημαίνουν όλα αυτά;
Με απλά λόγια, ότι εδώ και 40 χρόνια ο αγροτικός τομέας, η πρωτογενής παραγωγή, υποβαθμίστηκε, κατά μία άλλη εκδοχή σκοπίμως υπονομεύτηκε κιόλας, η κουλτούρα της εργασίας στη γη περιφρονήθηκε και εκφυλίστηκε, τα ελληνικά προϊόντα κόντεψαν να αφανιστούν. Την ίδια στιγμή η χώρα εισάγει λεμόνια, σκόρδα, ντομάτες και πόσα άλλα.
Ένα μέρος της ευθύνης βαραίνει και τις πρώτες μορφές της περιβόητης ΚΑΠ· το μεγαλύτερο όμως πέφτει στις πλάτες των κυβερνήσεων που πέρασαν και των αγροτών των ιδίων. Με τα όσα έχουν επακολουθήσει θα έπρεπε να είναι υψίστη προτεραιότητα των κυβερνήσεων των τελευταίων ετών μία νέα αγροτική μεταρρύθμιση. Τα μνημόνια ήταν μία ευκαιρία ως προς αυτό, γιατί στον πυρήνα τους βρέθηκε αρχικά μία καθοριστική παράμετρος: η υποκατάσταση εισαγωγών.
Με λίγα λόγια, θα οφείλαμε να δούμε πώς θα εισάγουμε λιγότερα σκόρδα και λεμόνια και πώς θα παράγουμε και θα καταναλώνουμε περισσότερα δικά μας. Δεν έγινε τίποτα. Σήμερα εμφανίζονται με αργούς ρυθμούς ορισμένες αξιόλογες, μεμονωμένες εν πολλοίς προσπάθειες εκσυγχρονισμού αγροτικών και κτηνοτροφικών μονάδων, όπου έχει παρουσιαστεί η τύχη νέοι άνθρωποι να ασχοληθούν με τα χωράφια, αντί με τα νυχτάδικα και τους καφενέδες. Ίσως και να είναι αργά, ίσως και μία τελευταία ευκαιρία.
Και κάπου εδώ αναδύεται η άλλη όψη του νομίσματος – και του προβλήματος.
Σε μία περίοδο κατά την οποία η αγροτική παραγωγή φθίνει, τα χωράφια γεμίζουν φωτοβολταϊκά πάνελ και τα εργατικά χέρια για τη γη και την κτηνοτροφία αναζητούνται στο εξωτερικό (!), η χώρα καυχιέται για την τουριστική της ανάπτυξη. Η αλήθεια ως προς αυτό έχει φωτιστεί πολλαπλώς και μάλλον δεν έχει προσεχθεί όσο θα έπρεπε. Και επειδή θα όφειλε κανείς να είναι βέβαιος για το ότι «κύκλος είναι και γυρίζει», καλό θα ήταν να το «πάρουμε αλλιώς».
Τα πράγματα δεν θα είναι πάντα έτσι.
Αυτό σημαίνει πολύ απλά ότι θα πρέπει να αντιμετωπιστεί ένα τεράστιο και επικίνδυνο έλλειμμα και μαζί μία εξωφρενική αντίφαση. Τουρισμός και αγροτική οικονομία είναι σήμερα ανταγωνιστικές δραστηριότητες· δεν θα έπρεπε να είναι έτσι. Ακόμη και στις λαϊκές αγορές μειώνεται η προσφορά και αυξάνονται οι τιμές κατά την τουριστική περίοδο, επειδή η περιορισμένη παραγωγή πρέπει να καλύψει τις ανάγκες ξενοδοχειακών μονάδων, ενοικιαζόμενων δωματίων και εστιατορίων, σε νησιωτικά ή άλλα θέρετρα. Τα εργατικά χέρια συρρέουν στις τουριστικές δραστηριότητες, τα χωράφια εγκαταλείπονται και μένουν ακαλλιέργητα (οι επιδοτήσεις βέβαια μπορεί και να ρέουν, ακόμη και σε τέτοιες περιπτώσεις). Την ίδια στιγμή όμως στα ενοικιαζόμενα και όπου αλλού σερβίρονται (για λόγους κόστους) άθλιες μαρμελάδες στις πλαστικές ατομικές συσκευασίες και εισαγόμενα προϊόντα αμφιβόλου ποιότητας. Θα μπορούσε δια νόμου να επιβάλλεται η διάθεση τοπικών προϊόντων ή έστω και τοπικών προϊόντων στους ξένους επισκέπτες – γιατί όχι; Θα πρέπει όμως αυτά να παράγονται και να υπάρχουν.
Στις σημερινές συνθήκες, όταν η χώρα φορτώνεται με 30 εκατομμύρια επιπλέον πληθυσμό κάθε καλοκαίρι, θα πρέπει να εισάγει για να καλυφθούν οι ανάγκες και η ζήτηση. Υπό αυτό το πρίσμα, είναι καλός και άγιος ο τουρισμός, όμως το πραγματικό του ισοζύγιο μάλλον δεν έχει αναλυθεί σωστά – και πιθανόν δεν θα θέλαμε να γίνει αυτό. Ποιο είναι το ζήτημα λοιπόν και ποια θα μπορούσε να είναι μία πρόταση; Το ζήτημα είναι ότι οι παραγωγικές δραστηριότητες στη χώρα φθίνουν και η παροχή υπηρεσιών γιγαντώνεται· μαζί της και οι εισαγωγές. Δεν θα έχει καλή έκβαση αυτό.
Και τι θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά; Με επίγνωση της (όχι και τόσο δραματικής) πολυπλοκότητας του θέματος, θα έπρεπε να υπάρχει μία εθνική στρατηγική για τον πρωτογενή τομέα, με πολλαπλά κίνητρα, ενθάρρυνση για καινοτομία και με μία άλλη εργασιακή κουλτούρα, νεωτερική οργάνωση και πρόσβαση στην αγορά. Οι σύγχρονες υποδομές βοηθούν σε αυτό. Προφανώς δεν γίνονται αυτά από τη μία ημέρα στην άλλη. Προφανέστερα όμως, αν δεν ξεκινήσεις κάποια στιγμή, δεν θα γίνουν ποτέ. Ας βρουν τη λύση οι αρμόδιοι, αυτή είναι η δουλειά τους άλλωστε. «Και πώς θα γίνουν λοιπόν όλα αυτά τα ωραία και φιλόδοξα;» θα ρωτήσει κάποιος.
Η απάντηση είναι μία από αυτές τις δύσκολες, που θα πρέπει να αναζητήσει ή και να επινοήσει μία κυβέρνηση. Όμως καμία, ούτε η σημερινή, δεν θέλει να κάνει κάτι τέτοιο τα τελευταία 40 χρόνια.
Άγγελος Κωβαίος 29 Μαϊου 2025, 17:03 Πηγή: Protagon.gr
https://www.protagon.gr/apopseis/agrotiki-parakmi-kai-strevlos-tourismos-44343155800