«Μήπως ο φόβος μας ελέγχει; Η πορεία της Εκκλησίας μέσα από τα δάκρυα, τις κλειστές πόρτες, την αμφιβολία και τον διχασμό»

Πέμπτη 3 Φεβρουαρίου 2022

Άρθρο του π. Χριστοφόρου Χρόνη, Πρωτοπρεσβυτέρου, 

Κληρικού Ι. Μ. Αιτωλίας & Ακαρνανίας, Δρ. Θεολογίας-Μ.Α Φιλοσοφίας

Ι Είναι πλέον γεγονός ότι ζούμε μια μοναδική χρονική περίοδο, που θα αποτελεί σημείο αναφοράς για τις επερχόμενες γενιές. Πρόκειται για την περίοδο της πανδημίας. Πολλές από τις παλιές μας βεβαιότητες έχουν χαθεί, όποια κι αν είναι η άποψή μας για τον κόσμο και όποια κι αν είναι η πίστη μας.

Είτε κάποιος είναι χριστιανός είτε όχι, η πανδημία του κορωνοϊού είναι πολυπλόκαμη και ανησυχητική για όλους μας. Φαίνεται ότι τα ανέμελα και ασφαλή χρόνια της ανθρωπότητας έφτασαν στο τέλος τους. Η γενιά μας ποτέ άλλοτε δεν είχε βιώσει τον αποκλεισμό πόλεων ακόμη και χωρών, το κλείσιμο των συνόρων, την απαγόρευση ταξιδιών, το κλείσιμο των ιερών ναών και μονών, την απαγόρευση μεγάλων αθλητικών συγκεντρώσεων, τα αυστηρά μέτρα ατομικής υγιεινής και προστασίας. Σιωπηλές πόλεις και χωριά παντού, έρμαια του φόβου.

Μια σημαντική επίδραση της πανδημίας είναι η καθολική αύξηση της ευαλωτότητας και της ανασφάλειας. Πολλοί από εμάς είχαμε συνηθίσει σε έναν αρκετά σταθερό κόσμο, όπου η ζωή ήταν λογικά προβλέψιμη. Τώρα που αυτή η σταθερότητα καταρρέει, φαίνεται ότι είμαστε εκτεθειμένοι, όσο ποτέ άλλοτε, σε δυνάμεις πολύ έξω από τον έλεγχό μας. Οι άνθρωποι φοβούνται για την υγεία τους, τόσο τη σωματική όσο και την ψυχολογική, για τις οικογένειες και τους φίλους τους, ιδιαίτερα τους ηλικιωμένους και τους ανάπηρους, για τα κοινωνικά τους δίκτυα, τον εφοδιασμό τους σε τρόφιμα, τις θέσεις εργασίας, την οικονομική τους ασφάλεια και ένα σωρό άλλα πράγματα.[1]

Πώς θα αντιδράσουμε απέναντι σε αυτή την κατάσταση; Πώς θα αντιμετωπίσουμε την υστερία, τον πανικό και το φόβο; Άλλωστε δεν είναι η πρώτη φορά που η ανθρωπότητα έρχεται αντιμέτωπη με μια πανδημία. Η ανθρωπότητα έζησε πανδημίες ασυγκρίτως φοβερότερες και πιο θανατηφόρες από αυτήν του κορωνοϊού. Υπήρξαν αρκετές πανδημίες στο παρελθόν. Το πιο αρχαίο καταγεγραμμένο παράδειγμα είναι πιθανώς η λεγόμενη πανούκλα του Αντωνίνου ή πανούκλα του Γαληνού το 165-180 μ.Χ. Δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα το είδος της ασθένειας, αλλά πιστεύεται ότι ήταν η ιλαρά ή η ευλογιά. Σκότωσε περίπου πέντε εκατομμύρια ανθρώπους. Στη συνέχεια υπήρξε η πανούκλα του Ιουστινιανού (541–542 μ.Χ.). Αυτή ήταν μια βουβωνική ασθένεια που μεταδόθηκε από τα ζώα (αρουραίους) μέσω ψύλλων στους ανθρώπους. Υπολογίζεται ότι πάνω από 25 εκατομμύρια πέθαναν.[2] Υπήρξε μια περαιτέρω βουβωνική πανώλη, γνωστή ως Μαύρος Θάνατος, τον 14ο  αιώνα (1346-1353), η οποία σκότωσε περίπου 70 έως 100 εκατομμύρια ανθρώπους που ζούσαν στην Ευρασία- μειώνοντας τον παγκόσμιο πληθυσμό κατά περίπου 20 τοις εκατό.

Πολύ αργότερα στην ιστορία, υπήρξαν αρκετές πανδημίες χολέρας τον 19ο  και τις αρχές του 20ου  αιώνα, κατά τις οποίες πάνω από ένα εκατομμύριο πέθαναν. Μια πανδημία γρίπης στοίχισε τη ζωή από 20 έως 50 εκατομμύρια το 1918-1920. Από ασιατική γρίπη πέθαναν δύο εκατομμύρια το 1956-1958 και ένα ακόμη εκατομμύριο από τη γρίπη του Χονγκ Κονγκ το 1968-1969. Από την πανδημία του HIV/AIDS, η οποία βρισκόταν στο αποκορύφωμά της το 2005-2012, περίπου 32 εκατομμύρια άνθρωποι χάθηκαν.[3]

ΙΙ Ο παγκόσμιος φόβος απέναντι στον κορωνοϊό είναι απερίγραπτος. Πολλοί είναι αυτοί που αναρωτιούνται «Πού είναι ο Θεός; ή γιατί μας τιμωρεί ή μήπως τελικά δεν υπάρχει Θεός ή αν υπάρχει είναι απόμακρος και σίγουρα όχι παντοδύναμος». Η αρνητική κριτική κατά του Θεού δεν είναι ασφαλώς τωρινό φαινόμενο. Οι ανθρώπινες αδυναμίες και τα πάθη παραμένουν αναλλοίωτα στο διάβα των αιώνων. Δεν έχουμε παρά να μεταφερθούμε νοερά στο χωριό του φίλου του Χριστού, του Λαζάρου, στη Βηθανία. Εκεί ο Χριστός αντιμετωπίζει την κριτική του όχλου, ακριβώς την ίδια που αντιμετωπίζει και σήμερα: «Δεν μπορούσε να κάνει κάτι να σώσει το φίλο του;».[4] Όμως ο Χριστός έκανε πολλά. Προσευχήθηκε και έκλαψε για το φίλο του, πριν τον αναστήσει, ενώ δεν κατηγόρησε κανέναν από το πλήθος, για την αρνητική του κριτική και την αμφισβήτηση. Έδειξε ο Χριστός ότι είναι ο κυρίαρχος της ζωής και του θανάτου.

Το σώμα του Χριστού, η Εκκλησία Του, συνεχίζει το έργο του ιδρυτού της. Η Εκκλησία, παρότι είναι άτρωτη απέναντι στις δυνάμεις του σκότους, σύμφωνα με την θεϊκή κατηγορηματική διαβεβαίωση, εντούτοις εκτελεί την αποστολή της μέσα από πολλά εμπόδια και δυσκολίες.[5] Άλλωστε μέσα από τη θλίψη και τον πόνο έρχεται η χαρά. Μέσα από το σταυρό και τον θάνατο έρχεται η ανάσταση. Χωρίς τα πρώτα δεν έχουμε τα δεύτερα. Είναι αξιοσημείωτο ότι ακόμα και ο Χριστός διατηρεί στο σώμα του τις πληγές από τα καρφιά, τη λόγχη και το ακάνθινο στεφάνι και θα τις διατηρεί μέχρι το τέλος της ιστορίας, αλλά και μετά από αυτήν.

Για να καταλάβουμε νοερά πως ξεκίνησε η Εκκλησία την αποστολή της, είναι χρήσιμο να μελετήσουμε το 20ο κεφάλαιο του ευαγγελίου του Ιωάννου. Ο ευαγγελιστής Ιωάννης είναι γνωστός ως «ο μαθητής της αγάπης». Πρέπει όμως να τονιστεί ότι είναι και «ο μαθητής της Ανάστασης», αφού περιγράφει τις περισσότερες εμφανίσεις του Αναστάντος Χριστού (τα πέντε από τα έντεκα εωθινά ευαγγέλια είναι ιωάννεια κείμενα). Η αποστολή της Εκκλησίας ξεκίνησε με τέσσερα πράγματα που μας έχουν γίνει πολύ οικεία τις τελευταίες μέρες. Ξεκίνησε με δάκρυα, με κλειδωμένες πόρτες, με αμφιβολία και με διχασμό.

Την πρώτη ημέρα του Πάσχα, η Μαρία η Μαγδαληνή έκλαιγε στον κήπο έξω από τον άδειο τάφο του Ιησού.[6] Προς έκπληξή της, ο Ιησούς τη συνάντησε, της μίλησε και της έδωσε μια εντολή. Έπρεπε να πάει και να μεταφέρει το μήνυμα στους μαθητές, που ήταν κρυμμένοι, ότι ήταν ζωντανός και ότι τώρα επρόκειτο να ενθρονιστεί ως Κύριος του κόσμου.

Το ίδιο βράδυ οι μαθητές ήταν ακόμα κρυμμένοι, με τις πόρτες κλειδωμένες.[7] Φοβόντουσαν φυσικά ότι οι άνθρωποι που κυνήγησαν τον Χριστό, θα έκαναν το ίδιο σ’ αυτούς. Αλλά οι κλειδωμένες πόρτες δεν εμπόδισαν τον Κύριο. Ήρθε και στάθηκε μαζί τους. Έφαγε μαζί τους. Τους γνώρισε  την αποστολή τους.

Την επόμενη εβδομάδα οι μαθητές ήταν στο ίδιο δωμάτιο, κλειδωμένοι για άλλη μια φορά. Ο Θωμάς δεν ήταν παρών στην πρώτη εμφάνιση του Χριστού. Είχε περάσει την εβδομάδα λέγοντας στους συμμαθητές του ότι δεν θα πίστευε ποτέ ότι αναστήθηκε ο Κύριος, αν δεν άγγιζε με τα χέρια του τις πληγές Του.[8] Ο Ιησούς ήρθε ξανά και κάλεσε τον Θωμά να αγγίξει και να δει τις πληγές στα χέρια και στο πλάι του: τις ουλές που αποδείκνυαν την ταυτότητά του, τις πληγές που αποκάλυψαν την αγάπη του για τον άνθρωπο. Ο Θωμάς έζησε μία εβδομάδα μέσα στην αμφιβολία αλλά και οι δέκα μαθητές σίγουρα διχάστηκαν απέναντί του.

Δάκρυα, κλειδωμένες πόρτες, αμφιβολία και διχασμός φαίνεται να βαδίζουν χέρι-χέρι. Το ποίμνιο της Εκκλησίας βίωσε και βιώνει τις τέσσερεις αυτές καταστάσεις σήμερα, τις ημέρες της πανδημίας. Δάκρυα πολλά, αφού τόσες ζωές χάθηκαν απότομα. Νέοι, μεσήλικες, ηλικιωμένοι, επίσκοποι, ιερείς, μοναχοί, μοναχές, αναχώρησαν για την αιωνιότητα είτε διότι δεν εμβολιάσθηκαν ή δεν λάμβαναν τα απαραίτητα μέτρα αυτοπροστασίας (λόγω εγκληματικής αμέλειας, έπαρσης περί απροσβλήτου ή παρασυρμένοι από ακραίες φωνές  μερικών ιατρών, δικηγόρων, ρασοφόρων), είτε διότι έπεσαν θύματα ιατρικών λαθών και ελλιπούς υγειονομικής περίθαλψης, είτε-δεν είναι ντροπή να το ομολογήσουμε-εξαιτίας κάποιων παρενεργειών των εμβολίων, αφού κανένα φάρμακο και κανένα εμβόλιο δεν είναι πανάκεια.

Κλειδωμένες πόρτες παντού. Διάχυτος ο φόβος ότι ο κάθε ξένος στο δρόμο μπορεί, χωρίς να το γνωρίζει, να μου προκαλέσει μια ασθένεια που θα μπορούσε να με σκοτώσει μέσα σε μια εβδομάδα. Το ίδιο ισχύει και για εμένα. Φόβος ότι θα μεταδώσω την ασθένεια στους δικούς μου ανθρώπους και θα είμαι υπεύθυνος για το θάνατό τους. Άρα τι μένει; lockdown.

Σειρά έχει η αμφιβολία. Γιατί γίνονται όλα αυτά; Υπάρχει καθόλου χώρος για πίστη και ελπίδα; Αν είμαστε συνεχώς αποκλεισμένοι, που είναι η αγάπη; Αν ακυρώσω τον πλησίον μου δεν καταργείται η πίστη;[9]

Τέλος έρχεται και κάθεται θριαμβευτικά στο θρόνο του ο διχασμός. Το ποίμνιο ζει μια νέα μορφή εικονομαχίας-εικονολατρίας. Πλέον έχουμε τους εμβολιολάτρες και τους εμβολιομάχους. Ο διάβολος λατρεύει το διχασμό. Είναι άλλωστε ο πρώτος διχαστής. Έσπειρε τον διχασμό μεταξύ Θεού και πρωτοπλάστων, αφού προηγήθηκε ο διχασμός μεταξύ Αδάμ και Εύας. Απύθμενο μίσος, βλοσυρά βλέμματα, σκληρά λόγια και ατέρμονες αντιπαραθέσεις βιώσαμε και βιώνουμε, ακόμα και από ανθρώπους που θεωρούσαμε ως έχοντες υψηλό πνευματικό επίπεδο. Απίθανα πράγματα. Η πανδημία δεν γέννησε το μίσος και την παθογένεια μεταξύ των μελών της Εκκλησίας. Η πανδημία απλά τα έφερε στην επιφάνεια, ανασύροντάς τα από το συλλογικό ασυνείδητο, που τρέφονταν και αναπτύσσονταν. Η νοσηρότητα προϋπήρχε και είναι ευκαιρία να διορθωθεί με την υπακοή και τη μετάνοια. Η όλη κατάσταση θυμίζει έναν διαβρωμένο τοίχο που με μια κίνηση του δακτύλου μου του ανοίγω μία τρύπα. Δεν είναι η δύναμη του δακτύλου μου που άνοιξε την τρύπα, αλλά η χρονίζουσα εσωτερική φθορά. Δεν φταίει ο κορωνοϊός, φταίει η έπαρση  και η έλλειψη ταπείνωσης και αγάπης.

ΙΙΙ Ο φόβος δεν είναι καθόλου καλός σύμβουλος. Όταν κυριαρχήσει επάνω μας, τότε δεν σκεφτόμαστε σωστά και μπορεί να υποπέσουμε σε ανόητες σκέψεις και ακόμα πιο ανόητες ενέργειες. Τι θα συμβεί αν βιώσουμε μια κατάσταση σοβαρότερη από την τωρινή πανδημία; Έναν σεισμό, έναν πόλεμο, έναν εμφύλιο σπαραγμό; Θα έχουμε την πίστη, την ελπίδα και την αγάπη να τα αντιμετωπίσουμε; Η Εκκλησία, με την ποιμαντική της διακονία μέσω των φωτισμένων επισκόπων, ιερέων, μοναχών, λαϊκών, έρχεται να μας τονίσει ότι ο Χριστός, ο Αρχιποιμένας και επίσκοπος των ψυχών μας,[10] μας δίνει τη σοφία να ζούμε την κάθε ημέρα μας με ταπείνωση, αγάπη, υπομονή, παύοντας τον φόβο, την κατάκριση και την υποτίμηση του πλησίον, όποιος κι αν είναι αυτός, οτιδήποτε κι αν πρεσβεύει.

Η σημερινή πανδημία είναι ένα κάλεσμα για μετάνοια. Στην πραγματικότητα, όλες οι φυσικές καταστροφές—πλημμύρες, λιμοί, σεισμοί, τσουνάμι ή ασθένειες—είναι η οδυνηρή και ελεήμονα έκκληση του Θεού για μετάνοια.[11] Αυτό το βλέπουμε από τον τρόπο με τον οποίο ο Ιησούς ανταποκρίνεται στην διπλή καταστροφή που περιγράφεται από τον ευαγγελιστή Λουκά.

«Κατά την ώρα δε που ομιλούσε ο Κύριος, παρουσιάσθηκαν μερικοί και του ανήγγειλαν για τους Γαλιλαίους, των οποίων το αίμα ο Πιλάτος, όταν με τους στρατιώτες του τους έσφαξε μέσα εις την αυλή του ναού, το ανέμιξε με τις θυσίας, που εκείνοι προσέφεραν την ώρα αυτή. Και αποκριθείς ο Ιησούς τους είπε· “εκ του γεγονότος ότι έπαθαν αυτά, βγάζετε το συμπέρασμα ότι οι Γαλιλαίοι αυτοί υπήρξαν αμαρτωλοί περισσότερο από όλους τους Γαλιλαίους; Όχι σας λέγω· διότι και οι άλλοι Γαλιλαίοι είναι επίσης αμαρτωλοί. Εάν δε δεν μετανοήσετε και σεις όλοι, κατά τον ίδιο τρόπον θα χαθείτε. Ή νομίζετε ότι οι δέκα οκτώ, επάνω στους οποίους έπεσε ο πύργος του Σιλωάμ και τους θανάτωσε, αυτοί υπήρξαν ενώπιον του Θεού αμαρτωλοί και χρεώστες περισσότερο από όλους τους ανθρώπους, που κατοικούν εις την Ιερουσαλήμ; Όχι σας λέγω· αλλ' έπαθαν εκείνοι, δια να συνέλθετε σεις. Εάν όμως δεν μετανοήσετε, όλοι κατά τον ίδιον τρόπον θα χαθείτε».[12]

Ο Πιλάτος είχε θανατώσει κάποιους πιστούς στο ναό. Ο πύργος στο Σιλωάμ είχε καταρρεύσει και σκότωσε δεκαοκτώ περαστικούς. Η μία καταστροφή ήταν ο καρπός της ανθρώπινης κακίας. Η άλλη ήταν προφανώς ατύχημα. Τα πλήθη θέλουν να μάθουν από τον Ιησού, ποιο ήταν το νόημα αυτών των πράξεων. Ήταν μια πράξη συγκεκριμένης κρίσης του Θεού για συγκεκριμένες αμαρτίες; Η απάντηση του Ιησού είναι καταπληκτική. Και στις δύο περιπτώσεις, λέει, ότι όσοι δολοφονήθηκαν από τον Πιλάτο και όσοι συντρίφτηκαν κάτω από τον πύργο, δεν ήταν χειρότεροι αμαρτωλοί από εαυτούς που ρωτούσαν.

Γιατί ο Χριστός αναδεικνύει την αμαρτία τους; Δεν ζητούσαν τη γνώμη του για τη δική τους αμαρτία. Ήταν περίεργοι για τους άλλους. Ήθελαν να μάθουν τι σήμαιναν οι καταστροφές για τα θύματα, όχι για τους ίδιους. Αυτό ακριβώς είναι που κάνει την απάντηση του Χριστού μοναδική. Το μήνυμα των καταστροφών είναι καθολικό και επίκαιρο: «Μετανοήστε ή χαθείτε». Ο Χριστός το τονίζει δύο φορές. Μακριά από τον Χριστό υπάρχει μόνο σκοτάδι και θάνατος πνευματικός. Η πανδημία είναι μια ευκαιρία για μετάνοια, όσο υπάρχει ακόμα καιρός.

Οι ασθένειες, οι θλίψεις, οι πειρασμοί, οι φυσικές καταστροφές, θα συμβαίνουν πάντοτε. Όταν θα συμβαίνουν, καλό είναι να μη τις αντιμετωπίζουμε με υπερβολικό φόβο, αποκλεισμό, αμφιβολίες και διχασμούς. Να συνεχίσουμε να προσευχόμαστε, να ελπίζουμε, να έχουμε πίστη, να αγαπάμε έμπρακτα τον συνάνθρωπο, να διαβάζουμε, να παίζουμε με τα παιδιά μας, να επικοινωνούμε με τους φίλους μας. Να έχουμε απόλυτη εμπιστοσύνη στην Εκκλησία και στους εκπροσώπους της. Άλλωστε την Εκκλησία δεν την κατευθύνουν οι επίσκοποι ή οι ιερείς ή οι μοναχοί, αλλά ο ίδιος ο Χριστός. Αυτό φαίνεται διαυγέστατα στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου της Αποκάλυψης. Ο Χριστός περιφέρεται ανάμεσα σε επτά λυχνίες-κηροπήγια και στο δεξί του χέρι του κρατάει επτά αστέρια. Οι λυχνίες είναι το σύνολο των τοπικών εκκλησιών και οι αστέρες είναι οι επίσκοποι των εκκλησιών.[13] Όλα τα κατευθύνει ο Χριστός. Εξόχως παρήγορο το ότι ο Χριστός κρατάει με το δεξί του χέρι τους επισκόπους. Ο ιερός κλήρος, άρα και το ποίμνιο, είναι στα χέρια του Χριστού. Συνάμα όμως είναι και επικίνδυνο, διότι αν ένας επίσκοπος δεν είναι όπως τον θέλει ο Αρχιποιμένας του, τότε μπορεί να τον «συνθλίψει» ή να τον πετάξει μακριά. Μετανοείτε....

Πρωτοπρεσβυτέρου Χριστοφόρου Χρόνη

Κληρικού Ι. Μ. Αιτωλίας & Ακαρνανίας

Δρ. Θεολογίας-Μ.Α Φιλοσοφίας - Διδάσκοντος στο ΕΚΠΑ/Θεολογική Σχολή-Τμήμα Θεολογίας

Βιβλιογραφία

[1] John C. Lennox, Where is God in a Coronavirus World?, The Good Book Company 2020, σ. 8.

[2] Daniel T. Reff, Plagues, Priests & Demons, Cambridge 2005, σ. 35 κ.ε.

[3] Joseph P. Byrne and Jo N. Hays, Epidemics and Pandemics- From Ancient Plagues to Modern day Threats, Greenwood 2021, σ. 179.

[4] Ιωάν. 11, 37 «τινς δ ξ ατν επον· Οκ δνατο οτος...ποισαι να κα οτος μ ποθν;».

[5] Ματθ. 16, 18 «...π τατ τ πτρ οκοδομσω μου τν κκλησαν, κα πλαι δου ο κατισχσουσιν ατς».

[6] Ιωάν. 20, 11 «Μαρα δ εστκει πρς τ μνημείῳ κλαουσα ξω...».

[7] στο ίδιο, 20, 19 «...τν θυρν κεκλεισμνων που σαν ο μαθητα συνηγμνοι δι τν φβον τν ουδαων...».

[8] στο ίδιο 20, 25 «... δ επεν ατος· Ἐὰν μ δω ν τας χερσν ατο τν τπον τν λων, κα βλω τν δκτυλν μου ες τν τπον τν λων, κα βλω τν χερ μου ες τν πλευρν ατο, ο μ πιστεσω».

[9] N. T. Wright, God and the Pandemic, Zondervan 2020, σ. 35.

[10] Β΄ Πετρ. 2, 25 «πεστρφητε νν π τν ποιμνα κα πσκοπον τν ψυχν μν».

[11] John Piper, Coronavirus and Christ, Crossway 2021, σ. 39.

[12] Λκ., 13, 1-5

[13] Αποκ. 1, 12-20.

Αναδημοσίευση από: anastasiosk.blogspot.com