Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου 2020
Στις προθήκες των βιβλιοπωλείων βρίσκεται ήδη το νέο βιβλίο της Μεσολογγίτισσας συγγραφέως Γιώτας Γουβέλη, με τίτλο «Για ένα τανγκό στη Σμύρνη» από τις εκδόσεις ¨Διόπτρα¨ το οποίο διαδραματίζεται την περίοδο 1917 με 1922, στο χωριό Λόγγος (Καλύβια), στο Μεσολόγγι και την Αθήνα, ενώ στην εξέλιξη της μυθοπλασίας, οι ήρωές του θα φθάσουν, σε ταραγμένους καιρούς, μέχρι την Μικρά Ασία.
Διαβάστε την ενδιαφέρουσα συνέντευξη της συγγραφέως, στον Γιώργο Πανταζόπουλο:
1) Κυρία Γουβέλη στο νέο σας βιβλίο, αρχικά η ιστορία σε ό,τι αφορά τα πρώτα γεγονότα, διαδραματίζεται στον Λόγγο, ένα μικρό χωριό κοντά στο Αγρίνιο. Θα υποστηρίζαμε ίσως ότι εμμέσως αναφέρεστε στα Καλύβια; Πως επιλέξατε αυτή την περιοχή, για να ξετυλίξετε το ¨κουβάρι¨ της μυθοπλασίας;
Ακριβώς, στα Καλύβια αναφέρομαι. Για τις ανάγκες της πλοκής, χρειαζόμουν ένα χωριό κοντά στη γενέτειρά μου, το Μεσολόγγι. Εκεί θα κατέφευγε η ηρωίδα μου, η Λευκιώ, μετά τους πρώτους διωγμούς στη Μικρασία, το 1914. Καταλαβαίνετε πως έπρεπε να έχω ασφαλείς πληροφορίες για τον τόπο, τους ανθρώπους του και τις συνθήκες ζωής της εποχής εκείνης. Όλα αυτά, καθώς και πλούσια λαογραφικά στοιχεία τα βρήκα στην ιστοσελίδα των Καλυβίων. Πρέπει να πω ότι είναι αξιοθαύμαστη η επιμέλεια αυτής της ιστοσελίδας και θέλω να δώσω συγχαρητήρια καθώς και τις ευχαριστίες μου στους συντελεστές της.
2) Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου, καταγράφεται πολλά γεωγραφικά, ανθρωπολογικά και ιστορικά στοιχεία για τον τόπο αυτό. Επίσης χρησιμοποιείτε όμορφες περιγραφικές σκηνές και από την γενέτειρά σας, το Μεσολόγγι. Κάνετε συχνά αντίστοιχες αναφορές για τον γενέθλιο τόπο, στα βιβλία σας;
Για κάθε βιβλίο εποχής είναι μεγάλη παγίδα όλα αυτά τα στοιχεία που αναφέρετε. Προσωπικά, θέλω να είμαι απολύτως βέβαιη για το τι γράφω και αυτό απαιτεί πολύ ψάξιμο. Αλλά αυτή είναι η γοητεία της συγγραφής, να προσφέρει τόσο στον συγγραφέα όσο και στον αναγνώστη ένα νοσταλγικό ταξίδι στον τόπο και τον χρόνο. Με άλλα λόγια, να μεταφέρει την ατμόσφαιρα της εποχής ώστε να μπορεί κανείς να τη ζήσει πραγματικά ανάμεσα στις σελίδες του μυθιστορήματος. Για το Μεσολόγγι έχω προσωπικά βιώματα και ακούσματα μιας και είναι η ιδιαίτερη πατρίδα μου, όσο για τα Καλύβια (τον μυθιστορηματικό «Λόγγο» του βιβλίου), το υλικό της ιστοσελίδας σας και κάποια άλλα στοιχεία που συμπλήρωσαν την εικόνα ήταν αρκετά για να ζωντανέψουν την περιοχή αυτή στις αρχές του εικοστού αιώνα.
3) Πρωταγωνίστρια του βιβλίου είναι η Λευκιώ, προσφυγοπούλα από την Σμύρνη που έφτασε μαζί με την οικογένειά της, στο χωριό Λόγγος. Η δυνατή και άσβηστη αγάπη που θα νοιώσει για τον Αναστάση, γιο του άρχοντα του χωριού, θα τους φέρει αναπόφευκτα πολλά εμπόδια… Θα καταφέρουν να είναι μαζί ή το τέλος θα είναι άδοξο;
Η αγάπη είναι θεϊκό δώρο, αξίζει να τη ζήσει κανείς όσο μεγάλο κι αν είναι το τίμημα. Επίσης, είναι διαχρονικά το αγαπημένο θέμα της λογοτεχνίας, εφόσον αποτελεί τον θεμέλιο λίθο της ύπαρξης. Το τέλος δεν θα σας το αποκαλύψω, αλλά θα πω ότι στην πραγματικότητα δεν το επέλεξα εγώ αλλά οι ήρωες με τις επιλογές τους, η Ιστορία με την καταλυτική της δύναμη και η μοίρα με τα τερτίπια της.
4) Στη συνέχεια η πλοκή του μυθιστορήματος θα λέγαμε ότι καταγράφει μια αντίστροφη πορεία ¨απόδρασης¨ δηλ. η Λευκιώ από το χωριό καταφεύγει στο Μεσολόγγι, κατόπιν στην Αθήνα και τελικά στα μικρασιατικά παράλια και τη Σμύρνη. Πρόκειται άραγε για ένα ταξίδι τυχαίο ή η μοίρα καθόρισε την εξέλιξη αυτή;
Το Μεσολόγγι εκείνη την εποχή (και όχι μόνο) ήταν μια πόλη με μεγάλη βαρύτητα τόσο για την ιστορία του όσο και για τη γεωγραφική του θέση, ως λιμάνι που ένωνε την Πελοπόννησο με την υπόλοιπη Ελλάδα. Το πέρασμα της Λευκιώς από εκεί, από την πλούσια αγορά του, το εμβληματικό Ξενοκράτειο διδασκαλείο του, τη ρομαντική του λιμνοθάλασσα, μυρώνει τις αισθήσεις με το άρωμα μιας άλλης εποχής γεμάτης δράμα και μεγαλείο. Εκεί, θα ζήσει η Λευκιώ τον έρωτα με τον αγαπημένο της, σε εκείνο το περιβάλλον που εμπνέει έρωτες και πάθη. Οι επιλογές της αλλά και οι τραγικές συγκυρίες την οδηγούν μέσα από ένα πλήθος εμπειριών στην Αθήνα και τελικά στη Σμύρνη. Ήταν ένα ταξίδι που το όρισε η μοίρα μέσα από τις κοσμοϊστορικές εξελίξεις εκείνης της περιόδου.
5) Κυρία Γουβέλη, σημαντικό στοιχείο του βιβλίου σας είναι ο συνδυασμός της μυθοπλασίας με τις έντονες κοινωνικό-πολιτικές αναταραχές, που συνέθεσαν τη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας: Ελληνική επαρχία, μεγαλοαστική Αθήνα, δημοτικιστές, καθαρευουσιάνοι, βενιζελικοί, βασιλικοί, σοσιαλιστές, Μικρασιατική εκστρατεία, οι κομβικοί σταθμοί… Ποιο είναι το δικό σας σχόλιο;
Εδώ θέλω να σας εξομολογηθώ το πρωταρχικό μου κίνητρο για να γράψω αυτό το μυθιστόρημα. Ήθελα να καταλάβω επιτέλους γιατί φτάσαμε σαν έθνος ως εκεί, στην τραγωδία της μικρασιατικής καταστροφής, την οποία κάποιοι ιστορικοί θεωρούν μεγαλύτερη και από την τραγωδία της Άλωσης. Με την Άλωση, παρέμεινε άσβεστη η ελπίδα για αγώνα και απελευθέρωση ενώ με την μικρασιατική καταστροφή έσβησε δια παντός ένας ελληνισμός χιλιετηρίδων στα μικρασιατικά παράλια. Πώς φτάσαμε ως εκεί, τι έφταιξε; Μέσα από το μυθιστορηματικό βίωμα των ηρώων μου, εγώ έβγαλα τα συμπεράσματά μου. Ελπίζω να βοηθήσω και τον αναγνώστη να βγάλει τα δικά του.
6) Νομίζω έχετε κάποια έμμεση σχέση με το κεφάλαιο Μικρασιατική Εκστρατεία. Πιστεύετε ότι η καταστροφή που ακολούθησε και ο ξεριζωμός του Ελληνισμού, έχουν ξεχαστεί ή παραμένουν επίκαιρα;
Όλοι έχουμε κάποια σχέση με τη Μικρασία είτε το γνωρίζουμε είτε όχι. Εγώ το ανακάλυψα διαβάζοντας τα ιστορικά ντοκουμέντα. Κάποιος μακρινός πρόγονος, ο Κωνσταντίνος Γουβέλης, ήταν τότε αρχηγός της Επιτελικής Υπηρεσίας Στρατού και πράγματι έπαιξε σημαντικό ρόλο στα γεγονότα. Ο πατέρας μου μας έλεγε, του αδελφού μου κι εμένα, την ιστορία του όταν ήμασταν μικρά, αλλά εμείς τότε δεν ενδιαφερόμασταν καθόλου να την ακούσουμε. Να, όμως, που ήρθε ο καιρός να την ανασύρουμε από τα ντουλάπια της Ιστορίας και να τη μελετήσουμε ξανά. Κάνοντας προβολή αυτού του μεμονωμένου περιστατικού στη συλλογική συνείδηση, προφανώς και δεν θα ξεχαστεί ποτέ εκείνη η τραγωδία. Άλλωστε, το αποδεικνύει και η πλούσια κάθε χρόνο βιβλιογραφία γύρω από τη Σμύρνη και τη Μικρασία εκείνου του καιρού.
7) Κυρία Γουβέλη, θεωρείστε πολυγραφότατη συγγραφέας αφού μέχρι τώρα έχετε εκδώσει 10 τίτλους βιβλίων, άκρως επιτυχημένα και αγαπημένα από το αναγνωστικό κοινό. Τι καινούργιο ετοιμάζετε;
Αυτή την περίοδο με έχει συνεπάρει η πραγματική ιστορία μιας γυναίκας σε μια κρυφή έως τώρα πτυχή της νεότερης ιστορίας. Συλλέγω το υλικό και συγχρόνως αναπλάθω τη ζωή της μέσα στις σελίδες του νέου μου βιβλίου. Τον ερχόμενο Μάιο θα τα πούμε πιο αναλυτικά.
8) Είναι στα σχέδιά σας η παρουσίαση του βιβλίου στο κοινό του Μεσολογγίου και του Αγρινίου;
Μακάρι να απαλλαγούμε γρήγορα από τη μάστιγα της πανδημίας και να ξαναβρούμε τη ζωή μας, τους ανθρώπους μας, τις επαφές μας. Πώς και τι περιμένω να ξεκινήσουν πάλι οι παρουσιάσεις και φυσικά το Μεσολόγγι και το Αγρίνιο είναι πρώτα στη λίστα τόσο για συναισθηματικούς λόγους αλλά και γιατί είναι ο τόπος δράσης των ηρώων του μυθιστορήματός μου.
Σας ευχαριστούμε πολύ!
Επιμέλεια: Γιώργος Αν. Πανταζόπουλος
Αναφορές του βιβλίου στην περιοχή μας
Σημαντικό στοιχείο του βιβλίου που θα κεντρίσει το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού, είναι ο συνδυασμός της μυθοπλασίας με πραγματικά γεγονότα και χαρακτήρες. Ένα βιβλίο ύμνος της αληθινής αγάπης και της δύναμης της ψυχής που αγωνίζεται γι αυτήν.
Χωρικά η ιστορία της συγγραφέως, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τα πρώτα γεγονότα, που μας αφηγείται, διαδραματίζεται στον Λόγγο (Καλύβια), ένα μικρό χωριό κοντά στο Αγρίνιο και το Μεσολόγγι. Ο «Λόγγος» αποτελεί γνωστό τοπωνύμιο της περιοχής, το οποίο βρίσκεται νοτιοανατολικά των Καλυβίων, προς τον Αγγελοκαστρίτικο κάμπο και τη λίμνη Λυσιμαχία.
Σας παραθέτουμε ορισμένες αναφορές σε τοποθεσίες και γεγονότα που περιγράφονται στο βιβλίο: Ο κάμπος με τις καλλιέργειες της πατάτας και των εσπεριδοειδών, ο Αχελώος, η εκκλησία του Αη Νικόλα, το σπίτι του τσιφλικά με το λιοντάρι ως οικόσημο (παλιό Καρυμπέϊκο σπίτι), ο Κυρ Ευάγγελος ο ράφτης (Παπαστράτος), οι υλοτόμοι, η μαμή του χωριού, η πανδημία της Γρίπης του 1918 και η λιτάνευση της εικόνας της Παναγίας Προυσιώτισσας, το μοναστήρι του Παντοκράτορα στο Αγγελόκαστρο, ο σιδηρόδρομος των ΣΒΔΕ και η διαδρομή μέχρι το Μεσολόγγι κ.α.
Η συγγραφέας χρησιμοποιεί όμορφες περιγραφικές σκηνές και από την γενέτειρά της, το Μεσολόγγι, με φόντο τη λιμνοθάλασσα, τους ψαράδες, το Ξενοκράτειο Διδασκαλείο, την πέτρινη πύλη, το σταθμό του τραίνου, την αγορά, το σπίτι που κατέφυγε η ηρωίδα για να κρυφτεί ή και άλλα τοπωνύμια χωριών.
Οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να βρουν το βιβλίο «Για ένα τανγκό στη Σμύρνη»στα βιβλιοπωλεία Αγρινίου και Μεσολογγίου.
Ξεφυλλίζοντας τις σελίδες...
Οι υλοτόμοι στο Λόγγο (Καλύβια)
«... Η πιο κερδοφόρα περίοδος του χρόνου ήταν για την Αφέντρα ο Αύγουστος, που την καλούσε ο κυρ Ευάγγελος (Παπαστράτος), ο ράφτης, στο μαγαζί του για να προλάβουν τις παραγγελίες των λοτόμων. Εκατοντάδες ξυλοκόποι από τους ορεινούς όγκους της Ευρυτανίας κατέβαιναν πεζή και ρακένδυτοι στο χωριό τους, συνοδεύοντας τους κορμούς των ελάτων τους που ταξίδευαν με το ρεύμα του Αχελώου κι έφταναν ως την ακροποταμιά για να φορτωθούν στα βαγόνια του τρένου και να ταξιδέψουν μέχρι το πλοίο στο Κρυονέρι. Οι αγαθοί αυτοί άνθρωποι, με τις τσέπες γεμάτες πια, λαχταρούσαν να ψωνίσουν ρούχα για κείνους και τις φαμίλιες τους και το μαγαζί του κυρ Ευάγγελου έκανε χρυσές δουλειές. Η Αφέντρα μαζί με άλλη μια μοδιστρούλα προσάρμοζαν τα ρούχα στα μέτρα τους, γιατί οι λοτόμοι, τσελεπήδες καθώς ήταν, ήθελαν να τους πηγαίνουν τα ρούχα «κούπα». Μετά από πεζοπορία και κακουχίες εβδομάδων μέσα στα βουνά, να σπρώχνουν και να ξεμπλέκουν τους κορμούς από τις ακροποταμιές με τους ειδικούς γάντζους, δικαιούνταν την πολυτέλεια του ωραίου ρούχου σαν επιβράβευση των κόπων τους. Γίνονταν μάλιστα και παντρολογήματα με κοπέλες από δω…».
Η πανδημία της Γρίπης του 1918
«... Θερίζει η γρίπη», είπε μασουλώντας το μπισκότο του. «Δύο ξωμάχοι πεθάνανε κιόλας στο χωριό και κάμποσοι άλλοι στο Αγγελόκαστρο, στη Σταμνά, στην Κατοχή, παντον θερίζει η επιδημία. Είχε πολύ κρύο φέτος, γι’ αυτό νομίζω, ο Θεός να φυλάει. Στο Αγρίνιο και στο Μεσολόγγι τους θάβουνε αδιάβαστους, λέει. Τους φορτώνουνε στα κάρα και τους παραχώνουνε, δεκάδες κάθε μέρα. Μεγάλη κατάρα έχει πέσει, οι γιατροί δεν μπορούνε να κάνουνε τίποτα».
«Κι εμάς στο σχολείο μας είναι κάμποσες που χάσανε συγγενείς τους», συνομολόγησε η Λευκιώ. «Μια κοπέλα μάλιστα έχασε τον πατέρα της, που ήταν δάσκαλος μουσικής στο ωδείο. Λένε πως αν συνεχιστεί το κακό θα κλείσει το Διδασκαλείο μέχρι νεωτέρας».
«Αχ, τικακοτυχία φέτος που παίρνεις το χαρτί σου», είπε η Χρυσάνθη. «Τ’ όνειρό μου είναι να σε δω να εργάζεσαι σε μια καλή δουλειά, να πιαστείς από ταμείο». «Να εύχεσαι μόνο να ’μαστέ καλά, θεία, και τα χαρτιά βρίσκονται», παρατήρησε ο Γιωργής. «Έμαθα πως οι Αγρινιώτες φτιάξανε επιτροπή και πήγανε στη Ναύπακτο για να ζητήσουνε από τον μητροπολίτη Αμβρόσιο την άδεια να μεταφέρουνε από τον Προυσό την εικόνα της Παναγίας της Προυσώτισσας μήπως κάνει το θαύμα της και σταματήσει το κακό. Έχει ξανακάνει, λέει, τέτοιο θαύμα παλιά, τους είχε γλιτώσει από τη χολέρα που αποδεκάτιζε αβέρτα. Για να ιδούμε. Πάντως, εσείς αύριο στη λειτουργία να ντυθείτε καλά, με ρούχα χοντρά, να φυλάγεστε όσο μπορείτε».
«Η Αγία Αναστασία να μας σκέπει», ευχήθηκε η Χρυσάνθη και σταυροκοπήθηκε ξανά, ενώ η γρια-Γιάνναινα είχε σηκωθεί για ν’ ανάψει το καντήλι. Είχε σκοτεινιάσει πια».
Οι πλημμύρες του Αχελώου
«… Σιάχνοντας βιαστικά τον κότσο της και αλλάζοντας τις παντόφλες της με τα πολυφορεμένα καστόρινα γοβάκια της, η Χρυσάνθη έριξε ένα σάλι πάνω της και βγήκε. Είχε περί τα δέκα λεπτά περπάτημα ως το χωριό. Το σπιτάκι της γρια-Γιάνναινας είχε ξεμείνει από την εποχή που ολόκληρο το χωριό μεταφέρθηκε κάμποσες εκατοντάδες μέτρα προς τα ανατολικά για να γλιτώσει από τις φοβερές καταστροφές του Αχελώου, που πλημμύριζε τα σπίτια τους κι έπνιγε ανθρώπους και ζωντανά. Υπερυψωμένο πάνω σε λοφίσκο, το σπίτι της γρια-Γιάνναινας δεν κινδύνευε, γι' αυτό παρέμεινε ανέπαφο στα όρια του νέου χωριού.
Έφτασε στην πλατεία με το αιωνόβιο ελαιόδεντρο στη μια της άκρη, ασβεστωμένο και καμαρωτό μέσα στον πέτρινο περίβολό του, και κατευθύνθηκε γρήγορα προς το καφενείο, χαιρετώντας βιαστικά τους χωριανούς που συναντούσε στο διάβα της. Γύριζαν όλοι στο πέρασμά της. Δεν την έβλεπαν πολύ συχνά κι επιπλέον η κοκέτικη εμφάνισή της, σε σύγκριση με τα μέτρα του χωριού, προκαλούσε τα βλέμματα.
Στα τραπεζάκια έξω από το καφενείο κουτσόπιναν το τσιπουράκι τους κάμποσοι ηλικιωμένοι, ακούγοντας τον προεστό τους, τον Σάββα Καλογρίβα, να τους αναλύει την πολιτική κατάσταση, δίνοντας τη γραμμή που έπρεπε να ακολουθήσουν όλοι όσοι ήθελαν την εύνοιά του».
Βιογραφικό συγγραφέως
Η Γιώτα Γουβέλη γεννήθηκε στο Μεσολόγγι, ενώ η καταγωγή της είναι από το Προυσό Ευρυτανίας και την Μακρυνεία Αιτωλοακαρνανίας.
Οι πρόγονοι της βρίσκονται στην περιοχή από πολλές γενιές, υπήρξαν οπλαρχηγοί της επανάστασης του 1821 και μετείχαν στην Φιλική Εταιρεία. Μεταξύ άλλων, ο Μανώλης Γουβέλης ήταν λόγιος, ποιητής, τύπος της παλιάς Αθήνας και η Θεοδώρα Γουβέλη γυναίκα μαθηματικός των αρχών του εικοστού αιώνα. Ο πατέρας της μετοίκησε στο Μεσολόγγι σε νεαρή ηλικία και ασχολήθηκε με το εμπόριο. Αδελφός της ο Ηλίας, γυμνασιάρχης. Είναι απόφοιτη της Παλαμαϊκής Σχολής του Μεσολογγίου.
Απέκτησε το πτυχίο των Μαθηματικών στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και το ΜΒΑ στο ALBA. Έκανε επίσης σπουδές πληροφορικής στην Μαθηματική
Από το 2010 ασχολείται με την συγγραφή λογοτεχνικών έργων. Από τις Εκδόσεις Διόπτρα κυκλοφορούν τα μυθιστορήματά της Η Μουσική του Κόσμου (2010), Το Σκίτσο (2011), Το Κεντρί της Πεταλούδας (2013), Το Μαγεμένο Ποτάμι (2014), Η Πρώτη Κυρία (2015), Η Νύφη της Μασσαλίας (2016), Ματωμένα Εντελβάις (2017) και Το Δάκρυ της Mάντισσας (2018).