Σάββατο 11 Απριλίου 2020
Γη μοιρόγραφτη, πάνε εκατό χρόνια.
Πώς τη δαρμένη κράτησες Ελλάδα
στο λυγισμένο το κορμί σου απάνου,
Γη στοιχειωμένη,…
Κωστής Παλαμάς, Η Δόξα στο Μισολόγγι, (1826-1926)
Για τον Μεσολογγίτη ποιητή Κωστή Παλαμά, η γη του Μεσολογγίου με την γραμμένη μοίρα, κράτησε πάνω της μια ολόκληρη Ελλάδα που τότε πάλευε μέσα στις ηγεσίες της Ευρώπης να βρει το δίκιο της. Της έδωσε το πάτημα να σηκωθεί ψηλά και ν’ αντικρύσει μετά από λίγο ελεύθερη τους λαούς του κόσμου, οι οποίοι όχι μόνο αναγνώρισαν την δικαιοσύνη του αγώνα της, αλλά πολλοί ήταν αυτοί που υποκλίθηκαν μπροστά της.
Η 10η Απριλίου 1826 έδωσε το όνομα της Ιεράς Πόλης του Μεσολογγίου και συνάμα την παγκόσμια φήμη της. Η μεγάλη νύχτα της βρήκε τους Ελεύθερους Πολιορκημένους κινούμενους πλέον μόνον με αποθέματα ψυχής, έχοντας απέναντί τους έναν αλλόκοτο στρατό που τους έπνιγε βασανιστικά με το μαρτύριο της πείνας. Τα γεγονότα της Εξόδου του Μεσολογγίου είναι γνωστά μέσα από εκατοντάδες αναλύσεις, περιγραφές, αναφορές κι αφιερώματα σ’ όλο τον κόσμο. Αναφορές φρίκης, βαρβαρότητας, απανθρωπιάς, αλλά και δόξας κι ηρωισμού κι αμέτρητων κατορθωμάτων αυτών που διέσυραν την αλαζονεία των πολιορκητών τους, συντρίβοντας τον φόβο των ανθρώπινων παθών και του θανάτου…
Έγιναν εικόνες και κείμενα λαμπρά στα χέρια Ευρωπαίων καλλιτεχνών που αποτύπωσαν το Μεγαλείο της Ιερής Πόλης «βλέποντας» κι αυτοί με τα μάτια της φλογισμένης για δίκαιο ψυχής τους, τα ερείπιά του. Η πνιγμένη από τους καπνούς των μπαρουταποθηκών πόλη, έγινε η δική τους «κραυγή» ελευθερίας.
«…Όταν η είδηση της άλωσης του Μεσολογγιού και της εξόδου μαθεύτηκε νύχτα στο Παρίσι, οι φοιτητές σχηματίζουν, τα μεσάνυχτα μια πρόχειρη διαδήλωση, τρέχουν στο παλάτι, ζητωκραυγάζουν για την Ελλάδα και ζητούν από το βασιλιά Κάρολο να επέμβει για να δοθεί λευτεριά στους Έλληνες. Τόση είναι η δημοτικότητα της πολύκροτης πολιορκίας, που σ’ αρκετές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, για να ικανοποιήσουν τη δίψα του κοινού, ανεβάζουν θεατρικά έργα με υποθέσεις παρμένες απ’ αυτή…»[1].
Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι καθ’ όλη τη διάρκεια των πολιορκιών «…όχι μόνον δεν πρόφεραν ποτέ τη λέξη {συνθηκολόγηση] – ακόμα κι εκείνοι που βλέπανε την οικογένειά τους ν’ αργοπεθαίνει – αλλά και μόνο η ιδέα να εγκαταλείψουν την πόλη και να διασχίσουν τα εχθρικά στρατόπεδα έριχνε σ’ απελπισία όλους τους κατοίκους αυτής της άτυχης πολιτείας. Εκεί μέσα είχαν τόσο υποφέρει κι εκεί μέσα είχαν νοιώσει τόση χαρά! Κάθε πέτρα τους έφερνε και μια ανάμνηση. Το χώμα, καθώς λέγανε, ήταν ζυμωμένο με το αίμα τους. Δυό χιλιάδες απ τους συντρόφους τους είχαν θαφτεί μέσα σ’ αυτά τα τείχη. Οι πιο δυνατές συγκινήσεις της ανθρώπινης ψυχής τους δένανε μ’ αυτές τις επάλξεις. Αγαπούσαν ακόμα και τα ερείπιά του, ακόμα κι εκείνα τα χαλάσματα απ’ τα γκρεμισμένα σπιτάκια, ακόμα κι εκείνο το χώμα που είχε οργωθεί από τις μπόμπες, όλα όσα ήτανε μάρτυρες της συνέπειας και της αρετής τους…»[2].
Αυτά λοιπόν ήταν τα μοναδικά κίνητρα των Μεσολογγιτών κι όσων προσέτρεξαν σε βοήθειά τους, Ελλήνων και Φιλελλήνων. Πιο βαριά από κάθε χρυσοποίκιλτη αρματωσιά, κι ασύγκριτα σε μέγεθος ακόμη κι από τον πιο πολυάριθμο στρατό που φούσκωνε από έπαρση έξω από το φτωχό «φράχτη».
Η Απόφασις της Εξόδου υπήρξε ο μοναδικός δρόμος που ήταν σύμφωνος κατά τη συνείδηση των Ελεύθερων Πολιορκημένων. Συντάχθηκε με δύναμη Ψυχής, Αποφασιστικότητα και Καθαρότητα Συνείδησης ορίζοντας πως:
«’Εν ονόματι της Αγίας Τριάδος
Βλέποντες τόν εαυτόν μας, το στράτευμα καί τούς πολίτας εν γένει μικρούς και μεγάλους παρ΄ελπίδαν υστερημένους από όλα τα κατεπείγοντα αναγκαία της ζωής πρό 40 ημέρας και ότι εκπληρώσαμεν τά χρέη μας ως πιστοί στρατιώται της πατρίδος εις την στενήν πολιορκίαν ταύτην και ότι, εάν μίαν ημέραν υπομείνωμεν περισσότερον, θέλομεν αποθάνει όρθιοι εις τούς δρόμους όλοι.
Θεωρούντες εκ του άλλου ότι μας εξέλιπεν κάθε ελπίς βοηθείας καί προμηθείας, τόσον από την θάλασσαν καθώς και από την ξηράν ώστε να δυνηθώμεν να βαστάξωμεν, ενώ ευρισκόμεθα νικηταί του εχθρού, αποφασίσαμεν ομοφώνως:
Η εξοδός μας να γίνη βράδυ εις τάς δύο ώρας της νυκτός 10 Απριλίου, ημέρα Σάββατον καί ξημερώνοντας των Βαΐων, κατά το εξής σχέδιον, ή έλθη ή δεν έλθη βοήθεια…»
Μετά από αυτή τη μεγαλειώδη ομόφωνη Απόφαση που σπάει ακόμη και τα όρια της γενναιότητας όπως σήμερα τα εννοούμε , «..Το Μεσολόγγι δεν υπάρχει πιά! Με τον αποφασιστικό θάνατό του ξέφυγε από το φοβερό σαράκι της πείνας….Όλα για σας είναι τιμή, χαρά και πανηγύρια, ηττηθήκατε πάνω στη γη, μα θα νικήσετε μέσα στην ιστορία…».[3]
Ο ηρωισμός δεν είναι λέξη μονοδιάστατη. Κλείνει μέσα της ερμηνείες που πολλές φορές δεν μπορούν εύκολα να εξηγηθούν ή ν’ αποδοθούν σε συγκεκριμένες πράξεις και έργα. Πως όμως θα μπορούσε κανείς να περιγράψει αυτό που κάνει το Μεσολόγγι μοναδικό και την Αυτοθυσία των ανθρώπων του τόσο πολύτιμη για την ιστορία και τις γενιές που ακολούθησαν μετά την νύχτα του «χαλασμού»;
«…. Ακούει δηλαδή κανείς σχεδόν πάντοτε τη στερεότυπη έκφραση “το ηρωικό Μεσολόγγι” και φαντάζεται γιαταγάνια και σπαθιά και πολεμικές ιαχές.
Φαντάζεται ένα Σούλι, μιαν Αλαμάνα, μια Τριπολιτσά.
Δεν μπορεί να φανταστεί μια πόλη ολόκληρη που επί τέσσερα σχεδόν χρόνια είναι πολιορκημένη, και που έχει υπομείνει στωικά τα πάνδεινα, να ετοιμάζεται ήρεμα να πεθάνει. <<Οικειοθελώς και ομοφώνως>>, όπως γράφει το τελευταίο γράμμα που έφυγε κρυφά μες απ΄τα τείχη της, μια μέρα πριν την Έξοδο.
Δεν μπορεί να φανταστεί μια πόλη, επί μήνες χωρίς τροφή, χωρίς νερό, χωρίς ελπίδα, και αρνείται επίμονα δελεαστικές προτάσεις για παράδοση.
Θα μου πείτε, δεν είχε εδώ γιαταγάνια, δεν είχε σπαθιά;
Είχε βέβαια, αλλά όλα αυτά ήταν στοιχεία τριτεύοντα. Ήταν μικρά επεισόδια της καθημερινότητας της πόλης. Και η καθημερινότητα αυτή ήταν αντοχή, ήταν καρτερία, ήταν αξιοπρέπεια.
“δεν τους βαραίνει ο πόλεμος, αλλ΄έγινε πνοή τους
…. κι΄εμπόδισμα δεν είναι
Στις κορασιές να τραγουδούν και στα παιδιά να παίζουν”.
Όπως λέει και ο Σολωμός, ο πρώτος και ίσως ο μοναδικός που συνέλαβε τόσο βαθιά την ουσία του “φαινομένου” Μεσολόγγι. Αυτό που είχε σημασία γι΄αυτούς που είχαν γίνει σκιές ανθρώπων, ήταν να σταθεί όρθιο το πνεύμα τους, να μην λυγίσουν μπροστά στην ωμή δύναμη της ύλης, να την περιφρονήσουν, και να βαδίσουν απερίσπαστοι προς το πεπρωμένο τους.
Δώδεκα χιλιάδες άνθρωποι πείνασαν και δίψασαν κι είδαν τα αγαπημένα τους πρόσωπα να πεθαίνουν δίπλα τους κι έφαγαν όλα τα σιχαμερά – για τους χορτάτους- ζώα της Γης, και ήπιαν νερό μαζί με αίμα απ΄τα πηγάδια τους και είδαν όλο τον κόσμο να τους έχει ξεχάσει. Και πήραν με ηρεμία, όλοι μαζί , την απόφαση να θυσιαστούν.
Έκαναν, σχεδόν τελετουργικά, όλες τις προετοιμασίες, έκαψαν οι γυναίκες τα σεμνά κρεβάτια τους για να μην τα μαγαρίσουν οι Αγαρηνοί κι ετοίμασαν αφιόνι να δώσουν στα παιδιά τους να κοιμηθούν , για να μην ακουστούν την ώρα που θα ΄βγαίναν, έθαψαν τα στοιχεία των τυπογραφείων που είχαν καταγράψει τον ιερό τους αγώνα, μην μιαθούναπ΄τα χέρια των βαρβάρων, ζήτησαν ο ένας στον άλλον συγχώρεση , κοινώνησαν όλοι , στα τείχη και στις εκκλησίες, φιλήθηκαν, και είπαν “καλή αντάμωση στον άλλο κόσμο”, τακτοποίησαν τους γέρους και τους αρρώστους στις δυο πυριτιδαποθήκες, που ανέλαβαν να ανατινάξουν, όταν οι Τούρκοι θα ΄μπαίναν στην πόλη, ο δημογέροντας Χρήστος Καψάλης και ο ίδιος ο επίσκοπος Ιωσήφ των Ρωγών, και περίμεναν να νυχτώσει για να βγούν.
Μια ολόκληρη πόλη χωρίς να αλλάξει κανείς γνώμη. Πώς να εκφραστούν όλα αυτά με τη λέξη ηρωισμός και πώς να χωρέσουν μέσα της; ……Και ποιάν απ όλες τις εικόνες της πόλης πρέπει να κρατήσει ο ξένος καθώς περνάει, φεύγοντας, κάτω από τη – στενή για τους σημερινούς καιρούς – Πύλη της; Μα, αυτή που θα ταιριάζει περισσότερο με τη δική του ψυχή»[4].
[1] Φωτιάδης Δημήτρης, 1958, Μεσολόγγι, Αθήνα, εκδ. Βιβλιοεκδοτική
[2] Φάμπρ Αύγουστος, Η ιστορία της πολιορκίας του Μεσολογγίου, μτφρ. Ακακία Κορδόση, Ι.Π. Μεσολογγίου εκδ. Πολύπλευρο , 1983
[3] Βίκτωρ Ουγκώ, Κεφάλια του Σαραγιού. 1826
[4] Κορδόση Ακακία, 1998. Το Μεσολόγγι της ομορφιάς και του πνεύματος, Ι.Π. Μεσολογγίου εκδ. Ασημακόπουλος, σελ. 15
Εκ του Γραφείου Επικοινωνίας και Δημοσίων Σχέσεων Δήμου Ιερής Πόλης Μεσολογγίου