Η μαθητική παρέλαση για την «28η Οκτωβρίου 1940» στα Καλύβια

Το πρωί τελέσθηκε η Θεία Λειτουργία και η Δοξολογία από τον ιερέα π. Θεοδόσιο Αθανασόπουλο και στη συνέχεια εκφώνησε την επετειακή ομιλία ο εκπαιδευτικός του Δημοτικού Σχολείου Καλυβίων κ. Σωτήρης Ζορμπαλάς, ο οποίος αναφέρθηκε στα ιστορικά γεγονότα της εποχής αλλά και τα σύγχρονα μηνύματα που πηγάζουν από τους ηρωικούς αγώνες των προγόνων μας.

Αμέσως μετά, στους κεντρικούς δρόμους του χωριού μας οι κάτοικοι  παρακολούθησαν την παρέλαση των μαθητών του Νηπιαγωγείου, του Δημοτικού Σχολείου και του Γυμνασίου Καλυβίων, για να ολοκληρωθεί  η πορεία στο Μνημείο των Πεσόντων, όπου τελέσθηκε η επιμνημόσυνη δέηση για τους πεσόντες υπέρ Πατρίδος.

Ακολούθησε η κατάθεση στεφάνων, από τους μαθητές των σχολείων, από τον Πρόεδρο της Κοινότητας Καλυβίων, Δ. Αναστασίου, από τον Σύλλογο Γυναικών Καλυβίων και από τον Σύλλογο Γονέων & Κηδεμόνων του Δημοτικού Σχολείου.

Τηρήθηκε ενός λεπτού σιγή σε μνήμη των ηρωϊκώς πεσόντων  κατά τον ελληνο-ιταλικό πόλεμο του 1940-41 και στο τέλος της τελετής όλοι οι μαθητές τραγούδησαν τον Εθνικό μας ύμνο!

Η ομιλία του εκπαιδευτικού κ. Σωτήρη Ζορμπαλά: 

"Γιορτάζουμε σήμερα πρωταρχικά την επέτειο του ελληνικού ΟΧΙ της 28ης Οκτωβρίου 1940 ενάντια στη φασιστική Ιταλία του Μουσολίνι, που απαίτησε την υποταγή της Ελλάδας, αλλά και ενάντια τόσο στη ναζιστική Γερμανία του Χίτλερ, που προσέτρεξε να βοηθήσει την ηττημένη από την Ελλάδα Ιταλία, όσο και στη Βουλγαρία, που συντάχθηκε με τις δυνάμεις του Άξονα, εκμεταλλευόμενη την κατάσταση, για να αποσπάσει από την Ελλάδα τη Μακεδονία και Θράκη.

Γιορτάζουμε το ΟΧΙ στην ανελευθερία, που κυριάρχησε στη σκέψη και στη δράση των Ελλήνων σε όλη τη διάρκεια της τριπλής κατοχής 1941-΄44 και οδήγησε στη μεγαλειώδη Εθνική Αντίσταση κατά των κατακτητών, συμβάλλοντας σημαντικά και στην απελευθέρωση από την τριπλή κατοχή.

Γιορτάζουμε το ΟΧΙ της σύγχρονης Ελλάδας στη βία, στην ανελευθερία, στον δεσποτισμό, σε κάθε μορφής ολοκληρωτισμό, το ΟΧΙ που αποτελεί την επιβεβαίωση της συνέχειας του, συνυφασμένου με την ελευθερία, αδούλωτου ελληνικού πνεύματος από την αρχαιότητα ως σήμερα.

Φυσικά τιμάμε τους προγόνους μας, που αγωνίστηκαν με κάθε τρόπο, στα μέτωπα των μαχών ή στα μετόπισθεν, στον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940-΄41 ή στην εθνική αντίσταση μετέπειτα, ως το 1944, που ήρθε η απελευθέρωση από την εχθρική κατοχή.

Τα γεγονότα γνωστά. Μετά την άρνηση του πρωθυπουργού της Ελλάδας Ιωάννη Μεταξά, τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1940, να ενδώσει στο ιταμό τελεσίγραφο, με το οποίο ο Μουσολίνι αξίωνε την παράδοση της Ελλάδας, ο ελληνικός στρατός αντιμετωπίζοντας την ιταλική επίθεση, συμπτύσσεται σε θέσεις άμυνας στη γραμμή Καλαμά – Καλπακίου στην Πίνδο και καθηλώνει τους Ιταλούς, αναχαιτίζοντας την προέλασή τους προς τα Ιωάννινα και το Μέτσοβο.

Στις 14 Νοεμβρίου αρχίζει την αντεπίθεση σε όλο το μήκος του μετώπου, με  αποτέλεσμα την απώθηση των ιταλικών στρατευμάτων πέρα από τα εθνικά μας σύνορα και όχι μόνο. Κορυτσά, Μοσχόπολη, Άγιοι Σαράντα, Αργυρόκαστρο, πόλεις που ανέκαθεν κατοικούνταν από ελληνικό πληθυσμό, και γενικά ολόκληρη η Βόρεια Ήπειρος, απελευθερώνονται μέσα σε κλίμα πρωτόγνωρου ενθουσιασμού για τους Έλληνες και οι εισβολείς απωθούνται σε βάθος 60 χμ. μακριά από τη μεθόριό μας. Παρά τη συνεχή ενίσχυση του ιταλικού στρατού, μάλιστα, σε στρατιώτες και πολεμικά μέσα και τις λυσσαλέες επιθέσεις του εχθρού, με την επίβλεψη ενίοτε και του ίδιου του Μουσολίνι, οι επίδοξοι κατακτητές κρατιούνται μακριά από τα ελληνικά σύνορα για χρονικό διάστημα σχεδόν έξι μηνών, ώσπου την άνοιξη του ΄41 η Ελλάδα δέχεται και την επίθεση της Γερμανίας, καθώς ο Χίτλερ αναγκάστηκε να προστρέξει προς βοήθεια του συμμάχου του Μουσολίνι, που ηττήθηκε από την Ελλάδα, για να περισώσει το γόητρο του Άξονα, κι έτσι η μικρή Ελλάδα αναγκάστηκε να υποκύψει.

Οι Έλληνες φαντάροι κλήθηκαν να υπερασπίσουν τα πάτρια εδάφη, την ανεξαρτησία της χώρας τους, την τιμή της οικογένειάς τους και την ιστορία της πατρίδας τους και ρίχτηκαν σ’ έναν σκληρό αγώνα πάνω σε κακοτράχαλα βουνά, υποχρεωμένοι – αν και απείρως πιο λίγοι σε σχέση με τους αντιπάλους τους και με ασύγκριτα υποδεέστερο πολεμικό εξοπλισμό, όπως και με ελάχιστα εφόδια διαβίωσης, νηστικοί, ταλαιπωρημένοι και συχνά άρρωστοι – να αντιμετωπίσουν συγχρόνως και τα φοβερά στοιχεία της φύσης μέσα σ’ αυτόν τον αγριότοπο της Πίνδου, και μάλιστα καταχείμωνο. Τη βροχή, τη λάσπη, το πυκνό χιόνι, το πολικό κρύο, καθώς η θερμοκρασία στην Πίνδο εκείνο τον φρικτό χειμώνα είχε φθάσει έως και 37ο C υπό το μηδέν. Μια αναβάθρα από δυσκολίες.

Παρά τις μύριες ελλείψεις και αντιξοότητες, όμως, πολέμησαν με αδάμαστη θέληση, με πράξεις ασύγκριτου ηρωισμού και αυτοθυσίας για διαχρονικά και παγκόσμια ιδανικά. Έτσι, γράφτηκε το έπος του νεότερου ελληνισμού. Ένα έπος αντάξιο της ιστορίας και των καταβολών του ελληνικού έθνους σε όλο το διάβα της μακραίωνης ιστορίας του.

Ολόκληρος ο ελεύθερος κόσμος παρακολουθούσε κατατρομαγμένος το σκοτάδι να κυριαρχεί παντού στην Ευρώπη. Κι εκεί που είχε χαθεί κάθε ελπίδα ήρθε το ελληνικό πνεύμα να δώσει νέα πνοή στο όραμα της ελευθερίας, ήρθε η περίλαμπρη νίκη των Ελλήνων και αναπτέρωσε τις ελπίδες των λαών, καθώς έδωσε το μήνυμα στην ανθρωπότητα ότι ο φασισμός δεν είναι ανίκητος. Το ελληνικό έπος στα Αλβανικά βουνά ήταν το καντηλάκι της ελπίδας που άναψαν οι Έλληνες. Ήταν το πρώτο αχνό φως στο σκοτάδι που σκόρπισε η βία των ανελεύθερων θεωριών και των εγκληματιών δικτατόρων της Ευρώπης την περίοδο του μεσοπολέμου.

Η ελληνική αντίσταση, όμως, πέρα από τον εμψυχωτικό της ρόλο στο φρόνημα των ελεύθερων λαών, επέδρασε ουσιαστικά στην έκβαση του πολέμου υπέρ των συμμαχικών δυνάμεων, καθώς ανέτρεψε τα ιταλικά σχέδια στη Βόρεια Αφρική και έδωσε στην Αγγλία το χρόνο να σταθεροποιήσει τη θέση της στη Μέση Ανατολή. Η μάχη της Κρήτης, που ακολούθησε λίγο μετά, θα μείνει επίσης στην ιστορία για το θάρρος των Ελλήνων και των συμμάχων τους. Επιπλέον, η ελληνική αντίσταση είχε θετικό αντίκτυπο σε μία καίρια φάση κατά τη διεξαγωγή του πολέμου. Ο χρόνος που αναλώθηκε από τα γερμανικά στρατεύματα για την κατάληψη της Ελλάδας ισοδυναμούσε με καθυστέρηση της γερμανικής εισβολής στην τότε Σοβιετική Ένωση, με αποτέλεσμα ο γερμανικός στρατός να έρθει αντιμέτωπος με το βαρύ ρωσικό χειμώνα, γεγονός που άλλαξε τον ρου του πολέμου υπέρ των συμμάχων καθώς και την  ίδια την ιστορία.

Έτσι, το ΟΧΙ της Ελλάδας συνέβαλε καθοριστικά στη νίκη των συμμαχικών δυνάμεων εναντίον των δυνάμεων του Άξονα και καθόρισε τη μετέπειτα προοδευτική πορεία της Ελλάδας και της Ευρώπης από τότε μέχρι και σήμερα.

Με την πτώση της Κρήτης στα τέλη του Μαΐου του ΄41, σημειώθηκε η ολοκληρωτική κατάληψη της χώρας από τους Γερμανούς, που επέβαλαν τη «Nέα Tάξη», η οποία σήμανε τη συσσώρευση εξαιρετικών δεινών και δοκιμασιών για τον ελληνικό λαό. Η Ελλάδα περιήλθε σε τριπλή κατοχή, αφού διαμοιράστηκε ανάμεσα στη Γερμανία και τους συμμάχους της, Iταλία και Βουλγαρία. Η Ελλάδα, μάλιστα, συμπεριλαμβάνεται στις χώρες εκείνες όπου ο φασισμός έδειξε με τον πλέον ειδεχθή τρόπο το αποκρουστικό του πρόσωπο.

Οι Έλληνες, όμως, δεν έμειναν με σταυρωμένα τα χέρια. Αυτοοργανώθηκαν και συνέχισαν τον αγώνα εναντίον των κατακτητών με αντάρτικες ομάδες. Η αντίσταση δημιούργησε σοβαρά προβλήματα στον κατακτητή με αποκορύφωμα το σαμποτάζ στον Γοργοπόταμο, που δημιούργησε μεγάλο πρόβλημα στον ανεφοδιασμό των κατοχικών δυνάμεων.

Η αντίσταση, όμως, πληρώθηκε με βαρύ τίμημα. Η σκληρή γερμανική κατοχή έφερε την πείνα στις μεγάλες πόλεις, τα βασανιστήρια και τους θανάτους πολλών αθώων πολιτών, οι οποίοι εξοντώθηκαν στο όνομα της εκδίκησης.  Καλάβρυτα, Κάνδανος, Χορτιάτης και Δίστομο είναι μερικοί μόνο από τους πολλούς τόπους μαρτυρίου. Η Κατοχή υπήρξε ιδιαίτερα σκληρή για τον ελληνικό λαό. Μέτρα καταστολής, αντίποινα, μαζικές εκτελέσεις, πληθωρισμός, μαύρη αγορά, λεηλασία των οικονομικών πόρων της χώρας, κατάρρευση της εθνικής οικονομίας και φοβερός λιμός απείλησαν με πλήρη καταστροφή τη χώρα. Τον χειμώνα 1941-΄42 υπολογίζεται ότι μόνο στην Αθήνα πέθαιναν κάθε μέρα 300 άνθρωποι.

Επιτέλους, τον Οκτώβριο του 1944 ο γερμανικός στρατός, κάτω από την πίεση της ήττας που δεχόταν η Γερμανία από τους συμμάχους μας σε όλα τα μέτωπα, εγκατέλειψε την Αθήνα και σταδιακά ολόκληρη την Ελλάδα, αφήνοντας πίσω του μια χώρα κατεστραμμένη και στα πρόθυρα εμφύλιας σύγκρουσης, η οποία θα έρθει λίγο καιρό αργότερα, για να αποτελειώσει τα επόμενα χρόνια, μέχρι το 1949, ό,τι είχε μείνει όρθιο από τη λαίλαπα των κατακτητών, αφήνοντας αγιάτρευτες πληγές στην κοινωνία και στην οικονομία για πολλές δεκαετίες μετά.

Την επόμενη χρονιά, το 1945, έληξε και ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος με συντριπτική ήττα του φασισμού. Οι επιπτώσεις του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου υπήρξαν ολέθριες για τον κόσμο. Τα 55 εκατομμύρια νεκροί του πολέμου αυτού, οι πολύ περισσότεροι ανάπηροι, οι κατεστραμμένες ζωές εκατομμυρίων οικογενειών στον κόσμο και οι τεράστιες υλικές καταστροφές δεν αφήνουν κανένα περιθώριο για θετική αξιολόγηση των καθεστώτων που οδήγησαν σ’ αυτόν.

Σε μια υποθετική ερώτηση για το πώς θα ήταν ο κόσμος αν τυχόν επικρατούσαν οι δυνάμεις του φασισμού στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η απάντηση είναι αυτονόητη. Ο κόσμος θα ήταν σε σχέση με τον σημερινό πολύ πιο βάρβαρος, πιο βίαιος, πιο σκληρός, απάνθρωπος, άδικος, ανελεύθερος, μη δημοκρατικός, υποταγμένος, μη  ορθολογικός και μη διαφωτισμένος. Η όλη δράση των ναζί, μάλιστα, επιβεβαιώνει αυτή την άποψη και δεν είναι δυνατό να δημιουργηθεί οποιαδήποτε αμφιβολία γι’ αυτό, όπως επιβεβαιώνεται από πάμπολλα στοιχεία.

Ενδεικτικά μόνο να αναφέρουμε τα εξής:

Ο ατέλειωτος κατάλογος των θηριωδιών που διαπράχθηκαν στην Ελλάδα και σε όλες τις κατεχόμενες χώρες δεν είχαν προηγούμενο στην ανθρώπινη ιστορία. Το ότι από τα 5 εκατομμύρια Ρώσους αιχμαλώτους που πιάστηκαν αιχμάλωτοι από τα ναζιστικά στρατεύματα επέζησαν μόνο τα 2 εκατομμύρια, αποτελεί ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα της βαρβαρότητας και της κτηνωδίας του ναζιστικού τέρατος, ένα από τα πολλά αντίστοιχα, μεγαλύτερης ή μικρότερης έκτασης αλλά το ίδιο βάρβαρα και αποκρουστικά.

Στην ίδια τη Γερμανία την περίοδο από το 1939 έως το 1941 εφαρμόστηκε ευθανασία σε 70.000 Γερμανούς που έπασχαν από ανίατες ασθένειες ή ήταν φρενοβλαβείς, ενώ εφαρμόστηκε γενικευμένα η τακτική της στείρωσης ή της εξόντωσης για τα άτομα με ειδικές ανάγκες και, επιπλέον, δρομολογήθηκε η συστηματική εξόντωση ολόκληρων φυλών που θεωρούνταν κατώτερες, όπως οι Εβραίοι, οι Αθίγγανοι και οι Σλάβοι.

Η επιβολή του δικαίου του ισχυρότερου, του νόμου της ζούγκλας, χωρίς τους μετριασμούς του που έχουν εφεύρει οι ανθρώπινες κοινωνίες, η εξόντωση ολόκληρων φυλών, η επιβολή του σκοταδισμού.

Μάθημα ιστορίας, μπορεί να πει κάποιος; Τα μας χρειάζεται; Αυτά ανήκουν στο παρελθόν. Το ερώτημα – το οποίο ίσως προκύπτει στη σκέψη πολλών που ακούνε συνεχώς όλα αυτά τα πολυακουσμένα και πασίγνωστα πλέον για τα εγκλήματα του φασισμού – είναι γιατί πρέπει να αναφερόμαστε  συνεχώς σε όλα αυτά, αφού ο φασισμός ηττήθηκε στην Ευρώπη και σήμερα υπάρχει δημοκρατία σε ολόκληρη την ήπειρο και στον Δυτικό τουλάχιστο κόσμο;

Η απάντηση είναι ότι τα ολοκληρωτικά καθεστώτα, όπως ο φασισμός και ο ναζισμός, δεν αποτελούν γέννημα – θρέμμα μιας ιστορικής περιόδου και κάποιων μόνο λαών αλλά αποτέλεσμα συνθηκών με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, τα οποία μπορούν να υπάρξουν οπουδήποτε και οποτεδήποτε, σε οποιαδήποτε κοινωνία και οποιαδήποτε εποχή. Το γεγονός ότι την περίοδο της κατοχής 1941-΄44 ήταν χιλιάδες και οι Έλληνες που συνεργάστηκαν με τον κατακτητή, ως δοσίλογοι, μαυραγορίτες ή ταγματασφαλίτες, αλλά και ως συμπολεμιστές των Γερμανών ενάντια στα αντάρτικα σώματα της Αντίστασης που πολεμούσαν τους Γερμανούς, αποτελεί επιβεβαίωση του ισχυρισμού αυτού. Τα ολοκληρωτικά καθεστώτα “φυτρώνουν” σαν δηλητηριώδη μανιτάρια όπου και όταν “μαραίνονται” οι δημοκρατικοί θεσμοί και δεν υπάρχει κανένας λαός που να διαθέτει ανοσία σε ιδεολογίες όπως αυτές του φασισμού και του ναζισμού.

Όλα αυτά λέγονται για να είναι χρήσιμα για το σήμερα, γιατί η γνώση της ιστορίας αποτελεί το καλύτερο μάθημα για το μέλλον. Και είναι χρήσιμα, όταν συσχετισθούν με τη σύγχρονη πραγματικότητα και αποτελέσουν το έναυσμα στοχασμού, ώστε να καταστούν χρηστικές πληροφορίες για τη δράση του κάθε πολίτη στην καθημερινότητά του και στη συμπεριφορά του σε σχέση με τη δημόσια δράση του. Αλλιώς είναι χαμένος χρόνος και μάταιος κόπος.

Τα στοιχεία αυτά από τη μία δημιουργούν κλίμα ανασφάλειας και αβεβαιότητας σε ολόκληρες κοινωνίες και δημιουργούν τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την υποχώρηση των δημοκρατικών θεσμών – όπως έγινε εξάλλου και στην Ευρώπη την περίοδο του μεσοπολέμου – κάτι που βλέπουμε να επιβεβαιώνεται εν μέρει και σήμερα με την άνοδο πολιτικών δυνάμεων στην Ευρώπη οι οποίες εντάσσονται στα άκρα του πολιτικού φάσματος και που, αν δεν αποκλιμακωθεί αυτή η κατάσταση, απειλεί να τινάξει στον αέρα το εγχείρημα της ενωμένης  Ευρώπης.

Από την άλλη, τα στοιχεία αυτά ενέχουν τον κίνδυνο ξεσπάσματος ανά πάσα στιγμή μιας πολεμικής σύρραξης σε πλανητικό επίπεδο, η οποία θα έχει ολέθριες συνέπειες για τον κόσμο ολόκληρο λόγω και της τελειοποίησης των τεχνικών μέσων και των όπλων μαζικής καταστροφής. Ο κίνδυνος είναι ορατός, όπως παρατηρούμε τελευταία να συμβαίνει στη γειτονιά μας, στην Ουκρανία και Μέση Ανατολή.

Η απάντηση σε όλα αυτά δεν μπορεί να είναι άλλη από την πίεση που πρέπει να εξασκηθεί από τη διεθνή κοινότητα κυρίως προς τα ισχυρά κράτη για επίλυση των διαφορών με δημοκρατικό διάλογο, για επίδειξη διάθεσης αλληλεγγύης μεταξύ κρατών και κοινωνικών τάξεων όπως και για μείωση των κραυγαλέων ανισοτήτων. Η συνταγή για να επέλθει η ισορροπία στον κόσμο είναι η εμβάθυνση των δημοκρατικών θεσμών σε παγκόσμιο επίπεδο και η ύπαρξη αλληλεγγύης μεταξύ των κοινωνιών και των κοινωνικών τάξεων. Σύγκρουση ιδεών μέσα από τους κανόνες της δημοκρατίας ναι, αλλά βία και μισαλλοδοξία όχι, καθώς δεν οδηγούν πουθενά. Αυτό είναι το δίδαγμα από τον καταστροφικό Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ας το ενστερνιστεί ο κάθε πολίτης της γης κι ας μεταφερθεί αυτό πιεστικά από τις κοινωνίες σε όσους κατευθύνουν τις τύχες του κόσμου, για να αποτραπεί μια αντίστοιχη πολύ μεγαλύτερης εμβέλειας καταστροφή που φαίνεται να κυοφορείται στον κόσμο.

Αυτά συμβαίνουν στον κόσμο και φυσικά αφορούν και τη χώρα μας. Τι γίνεται, όμως, στη χώρα μας; Μόνο αυτά τα προβλήματα υπάρχουν; Δυστυχώς, όχι μόνο αυτά. Ο λαός μας περνάει μια ακόμα δοκιμασία. Όχι πολεμική αυτή τη φορά αλλά μια πρωτόγνωρη για τη μεταπολεμική περίοδο οικονομική κρίση. Μια κρίση, που συγχρόνως απηχεί μια πολύ πιο βαθιά και πολύπλευρη ηθική κρίση, η οποία τείνει να μεταβληθεί σταδιακά και σε μόνιμη πολιτική κρίση.

Και όπως κάθε οικονομική κρίση γεννά βία και στρέφει μεγάλη μερίδα του κόσμου στην υιοθέτηση ακραίων αντιλήψεων και στάσεων ζωής, έτσι και η συγκεκριμένη απειλεί να συμπαρασύρει υπολογίσιμο τμήμα της κοινωνίας να ακολουθήσει φωνές που καλούν στον εύκολο δρόμο της βίας και του μίσους, και επιθυμούν, εκμεταλλευόμενες τους δημοκρατικούς θεσμούς, να καταστούν υπολογίσιμες πολιτικές δυνάμεις, αρνούμενες όμως τους κανόνες του δημοκρατικού διαλόγου και της αντιπαράθεσης μέσω των δημοκρατικών κανόνων, για να καταλύσουν στη συνέχεια την ίδια τη δημοκρατία.

Δεν πρέπει, εξάλλου, να ξεχνάμε ότι η δημοκρατία γεννήθηκε σ’ αυτόν εδώ τον τόπο και συνιστά την πιο βαριά κληρονομιά που κληροδότησαν σε μας οι πρόγονοί μας. Μια κληρονομιά που είμαστε υποχρεωμένοι όχι μόνο να τη διατηρήσουμε και να μην τη σπαταλήσουμε, αλλά να την επεκτείνουμε ακόμη περισσότερο προς όφελος του συνόλου της κοινωνίας και των επόμενων γενεών, όχι μόνο για τη χώρα μας αλλά και για την ενωμένη Ευρώπη, την κοινότητα των ελεύθερων, δημοκρατικών και προηγμένων ευρωπαϊκών εθνών, στην οποία η Ελλάδα πρέπει να συμμετέχει ισότιμα. Την Ευρώπη που αποτελεί τη νέα, κοινή μεγάλη πατρίδα όλων των ευρωπαϊκών λαών, το σπίτι μας που χτίζεται αργά και βασανιστικά, με άλματα αλλά και με πισωγυρίσματα, και που συνιστά τη μοναδική προοπτική για ανάπτυξη και ευημερία. Ένα σπίτι, που πρέπει να θεμελιωθεί σε στέρεες βάσεις, για να μην καταρρεύσει με την πρώτη καταιγίδα. Κι αυτές οι βάσεις δεν είναι άλλες από τις αρχές της ελευθερίας, της δημοκρατίας και του ορθολογισμού, που πρώτοι εμείς, οι Έλληνες, πρέπει να εφαρμόσουμε σε κάθε πτυχή της κοινωνικής μας ζωής, καθώς αποτελεί δικό μας πρωταρχικά χρέος να υπερασπίσουμε τη βαριά αυτή κληρονομιά.

Το ελληνικό πνεύμα – το πνεύμα που οικοδόμησε έναν διαχρονικό πολιτισμό, το πνεύμα το οποίο έχει ως βάση τον ορθολογισμό και στο επίκεντρο της θεώρησής του τον άνθρωπο και τις ανάγκες του, ανεξαρτήτως φυλής, θρησκείας, χρώματος, φύλου, κοινωνικής θέσης και κάθε άλλου διαχωρισμού – είναι το στοιχείο εκείνο πάνω στο οποίο πρέπει αφενός να οικοδομηθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση και αφετέρου να στηριχθεί η παγκόσμια κοινότητα για τη δημιουργία των συνθηκών εκείνων που απαιτούνται για το ξεπέρασμα της κραυγαλέας ανισορροπίας που παρατηρείται σε πλανητικό επίπεδο.

Κυρίες και κύριοι:

Στο πλαίσιο που περιγράφεται παραπάνω για την πραγματικότητα στον σύγχρονο κόσμο, υπάρχουν και δύο άλλα φλέγοντα ζητήματα που αφορούν κυρίως την Ελλάδα. Το ένα σχετίζεται με το προσφυγικό ζήτημα, το οποίο προκαλείται κυρίως από τον πόλεμο στη Μέση Ανατολή και το υφίσταται η χώρα μας στον μεγαλύτερο βαθμό σε σχέση με κάθε άλλη χώρα της Ευρώπης, και το δεύτερο αναφέρεται στην πιθανότητα εμπλοκής μας σε πολεμική σύρραξη σε ορατό χρονικό ορίζοντα, πράγμα που σχετίζεται με την επιθετικότητα της γειτονικής μας χώρας, της Τουρκίας.

Η χώρα αυτή, με το προβληματικό μοντέλο δημοκρατίας που τη χαρακτηρίζει διαχρονικά από τη δημιουργία της πριν από έναν αιώνα σχεδόν, απομακρύνεται τελευταία με σταθερά βήματα από τη στοιχειώδη δημοκρατική ομαλότητα, καθώς η σημερινή ηγεσία της, η οποία πάσχει από μεγαλοϊδεατισμό και διαθέτει πολλές ομοιότητες με τα αυταρχικά καθεστώτα της Ευρώπης του μεσοπολέμου, ενδεδυμένη τον μανδύα του κοινοβουλευτισμού διολισθαίνει συνεχώς σε επικίνδυνες ατραπούς υφαρπαγής της λαϊκής συναίνεσης με απώτερο στόχο, ο οποίος τελευταία, μάλιστα, προβάλλεται ανοιχτά, την επανασύσταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, πράγμα που, στον βαθμό που  επιχειρηθεί να υλοποιηθεί, θα τη φέρει σε πολεμική σύγκρουση και με τη χώρα μας μεταξύ άλλων. Σ’ αυτή την απευκταία, αλλά διόλου απίθανη περίπτωση για το άμεσο προσεχές μέλλον, ο ελληνισμός είναι αυτονόητο ότι θα υπερασπιστεί με σθένος την ακεραιότητα του εθνικού μας χώρου, όπως έπραξε σε όλη τη μακραίωνη ιστορία του.

Κλείνοντας, η επέτειος του ΟΧΙ της 28ης Οκτωβρίου 1940, την οποία τιμάμε σήμερα, ας αποτελέσει ευκαιρία να στοχαστούμε το χρέος μας ως Έλληνες, όπως αυτό προκύπτει ως δίδαγμα από τον τρόπο που έδρασαν οι Έλληνες, όταν κλήθηκαν να πάρουν τη μεγάλη απόφαση για το μεγάλο ΝΑΙ ή το μεγάλο ΟΧΙ και ομόφωνα επέλεξαν μ’ ένα στόμα το ΟΧΙ. Το χρέος να είμαστε πρωτοπόροι υπερασπιστές της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της αξιοπρέπειας και της προόδου σε περίοδο ειρήνης αλλά και αυστηροί τιμωροί σε οποιονδήποτε αποπειραθεί να επιβουλευτεί την εθνική μας ακεραιότητα.

Κι ας κλείσουμε με μία μόνο ευχή, μεστή και περιεκτική: ποτέ πια πόλεμος.

ΖΗΤΩ Η 28η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940".