Η λογοτεχνική απόδοση της πανδημίας της Γρίπης του 1918, στα Καλύβια

Τα γεγονότα στο θαυμάσιο βιβλίο της Μεσολογγίτισσας, Γιώτας Γουβέλη, διαδραματίζονται την περίοδο 1917 - 1922, στο χωριό Λόγγος (Καλύβια Αγρινίου), στο Μεσολόγγι και την Αθήνα, ενώ στην εξέλιξη της μυθοπλασίας, οι ήρωές του θα φθάσουν, σε ταραγμένους καιρούς, μέχρι την Μικρά Ασία.

Αποσπάσματα από το βιβλίο για τη πανδημία της Γρίπης του 1918

Α) «... Θερίζει η γρίπη», είπε μασουλώντας το μπισκότο του. «Δύο ξωμάχοι πεθάνανε κιόλας στο χωριό και κάμποσοι άλλοι στο Αγγελόκαστρο, στη Σταμνά, στην Κατοχή, παντον θερίζει η επιδημία. Είχε πολύ κρύο φέτος, γι’ αυτό νομίζω, ο Θεός να φυλάει. Στο Αγρίνιο και στο Μεσολόγγι τους θάβουνε αδιάβαστους, λέει. Τους φορτώνουνε στα κάρα και τους παραχώνουνε, δεκάδες κάθε μέρα. Μεγάλη κατάρα έχει πέσει, οι γιατροί δεν μπορούνε να κάνουνε τίποτα».

«Κι εμάς στο σχολείο μας είναι κάμποσες που χάσανε συγγενείς τους», συνομολόγησε η Λευκιώ. «Μια κοπέλα μάλιστα έχασε τον πατέρα της, που ήταν δάσκαλος μουσικής στο ωδείο. Λένε πως αν συνεχιστεί το κακό θα κλείσει το Διδασκαλείο μέχρι νεωτέρας».

«Αχ, τι κακοτυχία φέτος που παίρνεις το χαρτί σου», είπε η Χρυσάνθη. «Τ’ όνειρό μου είναι να σε δω να εργάζεσαι σε μια καλή δουλειά, να πιαστείς από ταμείο». «Να εύχεσαι μόνο να’ μαστε καλά, θεία, και τα χαρτιά βρίσκονται», παρατήρησε ο Γιωργής. «Έμαθα πως οι Αγρινιώτες φτιάξανε επιτροπή και πήγανε στη Ναύπακτο για να ζητήσουνε από τον μητροπολίτη Αμβρόσιο την άδεια να μεταφέρουνε από τον Προυσό την εικόνα της Παναγίας της Προυσώτισσας μήπως κάνει το θαύμα της και σταματήσει το κακό. Έχει ξανακάνει, λέει, τέτοιο θαύμα παλιά, τους είχε γλιτώσει από τη χολέρα που αποδεκάτιζε αβέρτα. Για να ιδούμε. Πάντως, εσείς αύριο στη λειτουργία να ντυθείτε καλά, με ρούχα χοντρά, να φυλάγεστε όσο μπορείτε».

«Η Αγία Αναστασία να μας σκέπει», ευχήθηκε η Χρυσάνθη και σταυροκοπήθηκε ξανά, ενώ η γρια-Γιάνναινα είχε σηκωθεί για ν’ ανάψει το καντήλι. Είχε σκοτεινιάσει πια». (Σελ. 18-19)

 

Β) «...Έκαναν τον γύρο του κάμπου για να αποφύγουν τον σιδηροδρομικό σταθμό του Λόγγου (Καλύβια). Στη δημοσιά του Αγρινίου, προχωρημένο απόγευμα πια, είδαν κόσμο πολύ να κατηφορίζει και στάθηκαν να καταλάβουν τι γίνεται.

«Πού πάτε, πατριώτη;» έσκυψε να ρωτήσει έναν φτωχοντυμένο άντρα με τραγιάσκα ο Αναστάσης, τραβώντας τα γκέμια της φοράδας του.

«Φέρνουμε την εικόνα της Παναγίας της Προυσώτισσας να ξορκίσει το θανατικό», του απάντησε εκείνος και προχώρησε με την πομπή που κατευθυνόταν μέσα στο χωριό.

Πράγματι, σε λίγο περνούσε από μπρος τους η θαυματουργή εικόνα, με τον αργυρόχρυσο διάκοσμό της να φωτίζει ολόγυρα καθώς την περιέφεραν με δέος οι πιστοί, ακολουθούμενη από κάμποσους ιερείς με επικεφαλής τον δεσπότη τους. Τα δυο παιδιά σταυροκοπήθηκαν με ευλάβεια. Η Λευκιώ παρακαλούσε μέσα της τη Μεγαλόχαρη να τη συγχωρήσει κι ήξερε πως κι ο καλός της έκανε τις ίδιες σκέψεις εκείνη την ώρα. Έτσι τα έφερε η κατάρα ώστε έπρεπε να διαλέξουν ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο, κι ήταν πολύ νέοι για να απαρνηθούν τη ζωή και την αγάπη τους.

Σε λίγο χώρισαν κι η Λευκιώ πήρε σχεδόν τρέχοντος το ανηφόρι για το φτωχικό της γρια-Γιάνναινας, ενώ ο Αναστάσης συνέχισε με το άλογό του προς το κέντρο του χωριού και μπήκε έφιππος από την ψηλή αυλόπορτα στο σπίτι του.

Μέσα στο Καλογριβέικο επικρατούσε μεγάλη ταραχή. Ήταν όλοι μαζεμένοι εκεί, ο πατέρας του, ο θείος Αλέκος, αδελφός της μάνας του, ο Σταυρόγιαννος, οι υπηρέτες, η Πέπω μαζί με τους γονείς της. Καθώς πλησίαζε στην ανοιχτή πόρτα της άρρωστης, ο Αναστάσης άκουσε τη Βαγγελιώ να θρηνεί. «Αγγελοκρούεται», βογκούσε, «αγγελοκρούεται η δόλια.

Σήκω, κυρά μ’, να ιδείς τη λιτανεία, φέρνουνε την εικόνα της Μεγαλόχαρης, της Παναγιάς της Προυσώτισσας».

Ο Αναστάσης μπήκε μέσα στο μισοσκότεινο δωμάτιο και είδε τη μάνα του να κουνάει τα χέρια της και να παραμιλάει ακατάληπτα. Από κάτω ακούγονταν ψαλμωδίες που τον εμπόδιζαν να ξεχωρίσει τι έλεγε, αλλά από την έκφραση του προσώπου της, που ήταν στραμμένο στο παράθυρο και τις αδύναμες κινήσεις των χεριών της προς την ίδια κατεύθυνση κατάλαβε.

«Θέλει να την πάμε στο παράθυρο να δει την πομπή», φώναξε κι έκανε νόημα στον αδελφό του που στεκόταν με τους άλλους στην πόρτα να πάει να τον βοηθήσει.

Ο πατέρας του όμως έκανε πέρα τον Σταυρόγιαννο και μπήκε εκείνος στο δωμάτιο. Μαζί με τον Αναστάση σήκωσαν τη Βασιλική και την απόθεσαν βασταζόμενη σε μια καρέκλα για να βλέπει κάτω. Η εικόνα ήδη απομακρυνόταν προς τις άλλες γειτονιές του χωριού, αλλά διακρινόταν η χρυσαφένια πατίνα της πίσω μεριάς και το καλυμαύχι του δεσπότη πίσω της. Όταν η πομπή χάθηκε από τα μάτια τους, οι δύο άντρες ξαναγύρισαν τη Βασιλική στο κρεβάτι της, ξεψυχισμένη από την προσπάθεια και με τα βλέφαρά της σφαλισμένα». (Σελ. 62-64)

Να σημειώσουμε τέλος ότι, σημαντικό στοιχείο του βιβλίου της συγγραφέως Γιώτας Γουβέλη, με τίτλο «Για ένα τανγκό στη Σμύρνη», από τις Εκδόσεις «Διόπτρα» (2020) το οποίο κεντρίζει το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού, είναι ο συνδυασμός της μυθοπλασίας με πραγματικά γεγονότα και χαρακτήρες. Ένα βιβλίο ύμνος της αληθινής αγάπης και της δύναμης της ψυχής που αγωνίζεται γι αυτήν.  

- Η τοιχογραφία που που αναπαριστά την λιτάνευση της Ιερής Εικόνα της Παναγίας της Προυσιώτισσας και του θαύματος που έσωσε τον πληθυσμό το 1918, στην Αιτωλοακαρνανία, βρίσκεται στο νάρθηκα του Ι.Ν. Αγίας Παρασκευής Αγρινίου.