Οι κάτοικοι του Αγίου Κωνσταντίνου Αγρινίου, λίγα χρόνια μετά τον ξεριζωμό που βίωσαν από την πατρογονική γη στην Μικρά Ασία, ήταν ευαισθητοποιημένοι για τους Έλληνες φαντάρους που επέστρεφαν από το μέτωπο και με μεγάλη χαρά τους περιποιήθηκαν και τους έδωσαν από το περίσσευμά τους για να τους βοηθήσουν.
Άνοιξαν ακόμη και τα παλιά σεντούκια για να τους προσφέρουν τα καλύτερα ρούχα τους, τα ¨γαμπριάτικα¨ για να τα φορέσουν οι φαντάροι μας!
Στο Αγρίνιο ο Γιάννης Τσαρούχης και ο συμπολεμιστής του Λυκούργος Καλλέργης (ηθοποιός) έμειναν λίγες μέρες και αφού πήραν δυνάμεις και λίγα τρόφιμα για τον δρόμο, συνέχισαν την πορεία τους για την Αθήνα.
Ο μεγάλος Έλληνας ζωγράφος είχε περιγράψει σε συνέντευξή του στον Μηνά Χρηστίδη και στην εφημερίδα «ΕΘΝΟΣ» τα όσα βίωσε κατά την επιστροφή του από το μέτωπο και την φιλοξενία που είχε από τους κατοίκους του Αγίου Κωνσταντίνου Αγρινίου. Διαβάστε μερικά αποσπάσματα :
«Οι πρώτοι Γερμανοί που είδα εγώ ήταν στολισμένοι με τριαντάφυλλα στ΄ αυτιά και στο στήθος και με κόκκινα μαντίλια εμπριμέ. Ήταν στο Αγρίνιο. Τους είχα δει και πριν αλλά μακριά, από το ύψωμα του χωριού Κρύα, έξω από τα Γιάννενα. Περνάγανε με κατακαίνουργια αύτοκίνητα με μια σημαία πάνω στο καπό…..
..…Και ξεκινάμε με τα πόδια για την 'Άρτα. Στο δρόμο κοιμήθηκα όρθιος. Περπατούσα και ήμουν κοιμισμένος. Λέω στο διπλανό μου, άμα περάσουμε από το γεφύρι της 'Άρτας να με ξυπνήσεις. Ξύπνησα, το είδα, ξανακοιμήθηκα πάλι, περπατώντας πάντα. Φτάσαμε στην 'Άρτα κατά τις εφτά το πρωί. Βρωμούσε πολύ άσχημα όλη ή πόλη, λέω, έχουν ψοφήσει τίποτα μουλάρια; Αυτή ή μυρωδιά, στην Αλβανία, ήταν από ψόφια μουλάρια. Μού λέει ένας, δέν είναι μουλάρια, είναι άνθρωποι στά ύπόγεια τών σπιτιών, πεθαμένοι απο τους βομβαρδισμούς.
Πήραμε ξύλα, κουφώματα, παντζούρια καί χτυπούσαμε τ' αύτοκίνητα πού έρχονταν, γιά νά μάς πάρουν κι έμάς. Δεν σταματούσαν καθόλου. Ήταν γεμάτα. Αποφασίσαμε να πέφτει ένας στη μέση τού δρόμου, μήπως σταματήσουν και δέν ήταν εύκολο ν’ ανέβεις, γιατί ήταν ψηλά τ’ αυτοκίνητα καί σέ χτυπούσαν κι από κεί.
Κάποιος όμως μέ βοήθησε καί κατάφερα κι ανέβηκα.
Μού λέει, κύριε Τσαρούχη, τί γίνεστε; Τού λέω, γιατί με λές κύριο, στό χάλι πού είμαστε, σκισμένα ρούχα, όπως στα θέατρα καί τά σινεμά καί όλο ψείρες γεμάτοι. Μού λέει, ξέρετε ποιος είμαι εγώ; Είμαι τό μοντέλο τού διαγωνισμού τού Παρθένη. Ήταν στό Πολυτεχνείο μοντέλο. Ήμουν, μού λέει, κομμωτής, χτένιζα τήν κυρία Παρθένη. Λέω, δέν θυμάμαι τίποτα. Νά σού πουλήσω, μού λέει, τήν ξιφολόγχη μου; Δέν τήν παρέδωσα, τήν έχω κρατήσει. Τί νά τήν κάνω τήν ξιφολόγχη σου, τού λέω. Γιά τό γραφείο σου. Λέω, δέν έχω γραφείο καημένε. Τότε νά σού δώσω ένα βάζο γλυκό φράπα, μού λέει.
Πετάγεται ο διπλανός, μήν τό πάρεις είναι γεμάτο γυαλιά, έχουν σπάσει καθρέφτες κι έχουν πέσει μέσα. Και λέω, πόσα θέλεις, μού λέει, ένα τέταρτο κουραμάνα πού έχεις. Τήν κουραμάνα μού τήν είχε δώσει ένας λοχαγός.
Λέω, πάρε τό ένα τέταρτο γιατί δέν έχω όρεξη νά φάω και μή μού δώσεις τίποτα. Τό αύτοκίνητο σταμάτησε, ό σωφέρ είπε νά κατέβουμε κάτω ολοι γιατί δεν πάει παραπέρα. Δίπλα ήταν ένα άμπέλι, πήγαμε καί κοιμηθήκαμε σ’ ένα χαντάκι τ’ αμπελιού.
Σε λίγο με σκουντάει αυτός και μου λέει, ξύπνα περνάει ένα φορτάκι. Πως κατάφερα εγώ και πήδησα από το άνοιγμά πού είχε ή τέντα τ’ αύτοκινήτου καί μπήκα μέσα, πάνω στό σβέρκο ένός γιατρού; Μάς λένε, βρέ παιδιά νά σας πάρουμε αλλά όχι καί στό σβέρκο μας. ’Ακόμα καί τώρα, ύστερα άπο τόσα χρόνια, δέν μπορώ νά συλλάβω πώς σκαρφάλωσα καί βρέθηκα έτσι. Σέ λίγο σπάει τ' αύτοκίνητο και κατεβήκαμε όλοι κάτω.
Περπατώντας φτάσαμε στό Αγρίνιο. ’Εκεί είδα τους Γερμανούς μέ τά τριαντάφυλλα. Πήγαμε σ' ένα σπίτι συνοικισμού προσφυγικού νά μείνουμε. 'Εκεί οί γυναίκες βγάλαν τά προικιά τους, μέ τίς νταντέλες καί τ’ άζούρ καί μας έστρωσαν τα κρεβάτια.
Οί Άγρινιώτες στην πόλη κλείσαν τίς πόρτες μέ κλειδί καί μέ λουκέτο γιά νά μή μπούμε μέσα οί στρατιώτες. Και καλοντυμένοι όλοι πήγαν στην έκκλησία σάν νά μην είχε συμβεί τίποτα. Μιά Σμυρνιά δασκάλα πρόσφερε δύο αύγά σ' ένα Γερμανό στρατιώτη καί μιά άλλη γειτόνισσα τής είπε: «Δεν ντρέπεσαι, μωρή, στους ξένους δίνεις τ' αύγά, δεν τά δίνεις στά δικά μας παιδιά;» Θά πάω νά σού βρώ εγώ ένα αύγο, είπε καί μού έφερε ένα αύγό νά φάω.
Τό απόγευμα έρχεται ό Καλλέργης καί μού λέει, βρήκαμε ένα σχέδιο νά πάμε στην Αθήνα. Μέ τόν Καλλέργη είχαμε χαθεί ένα διάστημα καί ξαναβρεθήκαμε στ’ Αγρίνιο.
Μού λέει, λοιπόν θά ντυθούμε όλοι τραυματίες. Βρήκαμε ένα νοσοκομειακό καί θά βάλουμε στά κεφάλια μας γάζες, λευκοπλάστ, ιώδιο καί τά λοιπά καί ντυθήκανε χονδροειδώς τραυματίες όλοι τους. Εγώ λέω, φοβάμαι νά ντυθώ έτσι γιατί μπορεί νά μάς πιάσουν οί Γερμανοί και νά μας τιμωρήσουν επειδή λέμε ψέματα. Άλλωστε αν μού πούν τι έχεις, θά πώ έχω σπάσει το πόδι μου, γιατί τό είχα άλήθεια χτυπήσει πολύ άσχημα. Παίρνουν άπό τό ’Αγρίνιο ένα κατακαίνουργιο αύτοκίνητο τού Ερυθρού Σταυρού πού βρισκόταν έκεί, μπαίνουμε μέσα καί στό Άντίριο μάς σταματάνε. Όσοι ήταν μέ ψεύτικα μπαντάζ τούς χαιρετήσανε οί Γερμανοί, όσοι δεν είχαν ψεύτικα πανιά, τούς είπαν, έσείς μέ τά πόδια.
Ήταν μαζί μας καί ένας πού είχε 40 πυρετό, γρίπη, με τά πόδια κι αυτός. Ένας πού φορούσε σώβρακο μακρύ, το πέρασαν οί Γερμανοί γιά μπαντάζ κι αυτό, έτσι έμεινε στο αυτοκίνητο τό νοσοκομειακό.
Μετά βρήκαμε ένα αύτοκίνητο και χυμάω έγώ μέ τον Καλλέργη καί τρώμε ξύλο άπό τούς άλλους πού ήταν μέσα……
Φτάνοντας στα περίχωρα της Αθήνας ο Γιάννης Τσαρούχης, αναφέρει χαρακτηριστικά:
……Τό πρωί ό σωφέρ μάς λέει, δέν είχα φανάρια γι αυτό σταμάτησα. Μετά απ' αύτή τή δήλωση ξεκίνησε. Στο δρόμο στά χωριά, στό Κριεκούκι, στην Κάζα, στη Μάνδρα, κοιτούσαν οί γέροι τού χωριού τ΄ αυτοκίνητα και μάς χειροκροτούσαν .
Ένας είπε, γιά τά χάλια μας μάς χειροκροτάτε; Και οί γέροι απαντούσαν, είσαστε ήρωες, είσαστε λεβεντόπαιδα.
Φτάνω στην Αθήνα, πάω στό σπίτι μου πού ήταν στην οδό 3ης Σεπτεμβρίου. Μού βγάζουν τά ρούχα μέ τίς ψείρες, είχα γενειάδα τότε, κοκκινωπή γενειάδα. Εννιά ή ώρα έπεσα καί ξύπνησα τήν άλλη μέρα στίς έννιά. Σπίτι ήταν ό μπαμπάς, ή Κική, όλοι ήταν έκεί. Κοιμόμουνα ακόμα όταν ήρθε ό Πικιώνης σπίτι. Τό είχε μάθει πού γύρισα, τού τηλεφώνησε ή μητέρα μου.
Μέ κοίταξε. «Ωραία κοιμάται», είπε, «πολύ καλά είναι έτσι πού κοιμάται» καί μέ φίλησε στό μέτωπο».
Ο Τσαρούχης επέστρεψε στην Αθήνα και όπως οι υπόλοιποι Έλληνες έζησε από πρώτο ¨χέρι¨ την πείνα και τις κακουχίες της κατοχής…
Επιμέλεια κειμένου- έρευνα: Γιώργος Αν. Πανταζόπουλος
Ευχαριστούμε θερμά:
- Τον σκηνογράφο-ζωγράφο κ. Θανάση Βαλαώρα για τις πολύτιμες πληροφορίες που μας έδωσε για τον δάσκαλό του Γιάννη Τσαρούχη, στην ¨Σχολή Σταυράκου¨.
- Την κα Νίκη Γρυπάρη, Πρόεδρο του Ιδρύματος «Γιάννη Τσαρούχη» και ανιψιά του ζωγράφου
-Την κα Βάσω Τζούτη, από το Ίδρυμα «Γιάννη Τσαρούχη» για την σημαντική τους συμβολή στην περαίωση της έρευνάς μας.
Πηγές:
- ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ: ¨Ως στρουθίον μονάζον επί δώματος¨ Εκδόσεις Καστανιώτη
- Καταγραφή από τον Μηνά Χρηστίδη – «Η επιστροφή του στρατιώτη Γιάννη Τσαρούχη από το μέτωπο» (Το Έθνος της Κυριακής, 24-10-1982)
-Ίδρυμα «Γιάννης Τσαρούχης» http://tsarouchis.gr/el/
Φωτογραφίες
- Φωτογραφία που δείχνει φαντάρους τον ζωγράφο Διαμαντή Διαμαντόπουλο (1914 –1995) και δεξιά τον Γιάννη Τσαρούχη από το Αρχείο Ιδρύματος «Γιάννης Τσαρούχης».
- Επιχρωματισμένη φωτογραφία, Χρήστος Καπλάνης: Past in Color- Χρώμα στο Παρελθόν: «Ο Γιάννης Τσαρούχης, κρατά την εικόνα της Παναγίας της Νίκης, που ζωγράφισε ο ίδιος στο μέτωπο».